Tuesday, March 18, 2014

Τα μαγαζιά εκείνα...

Κυριακή βράδυ. Χαλαρό  ποτό στα Πετράλωνα. Έτσι ξεκίνησε τουλάχιστον...

Το ποστ αυτό δεν είναι για εκείνα τα μαγαζιά. Είναι για έναν άνθρωπο. Που βρέθηκε σε ένα από εκείνα τα μαγαζιά. Τυχαία, το μαγαζί στο οποίο βρισκόμασταν κι εμείς. Κι είχαμε την τύχη να τον συναντήσουμε και να ταξιδέψουμε πλάι του για ένα απειροελάχιστο κλάσμα του αχανούς χωροχρόνου, για κάποια λεπτά της ώρας, ίσως και μια ώρα ολόκληρη, για όσο διαρκούν μερικά τραγούδια. Ας τα πάρω όμως από την αρχή. Και για να το κάνω αυτό, αναγκαστικά θα κάνω δυσφήμιση σε ένα μαγαζί και διαφήμιση σε ένα άλλο. Αν και αυτό δεν είναι καθόλου ο σκοπός μου.


Κυριακή βράδυ λοιπόν κι έχει βγει με την παρέα της. Την παίρνω τηλέφωνο για να πάω να την βρω. «Έρχεσαι μόνος σου;» με ρωτάει. «Ναι» απαντώ εμφανώς παραξενεμένος. «Α, εντάξει. Τίποτα μωρέ, απλά μας είπαν από το μαγαζί ότι δεν μπορούμε να κάτσουμε πάνω από έξι στο τραπέζι και είμαστε ήδη πέντε, γι’αυτό». Προφανώς και τα παίρνω: «Μα καλά είναι σοβαροί; Τους είπατε ότι εμείς θα τους πληρώσουμε κι όχι αυτοί;». «Έλα ντε. Τέλος πάντων, έλα απο δω γιατί έχουμε παραγγείλει να φάμε κι αν είναι φεύγουμε. Σε περιμένω».

Το όνομα του μαγαζιού είναι αυτό που κλείνεις με τον γιατρό αλλά και με μια κοπέλα όταν θες να την γνωρίσεις καλύτερα κι όποιος συχνάζει Πετράλωνα κατάλαβε. Για να κάνω την μακριά ιστορία κοντή, δεν κάτσαμε πάνω από δέκα λεπτά από όταν έφτασα ενώ ο υπάλληλος που προφανώς είχε αντιληφθει την γκάφα, σε μια προσπάθεια να απολογηθεί είπε το αμίμητο: «Τώρα ξέρω ότι μου κρατάτε μούτρα, αλλά δε φταίω εγώ...ο ανώτερος». Ποιός ανώτερος; Ο γενικός διευθυντής; ο CEO του περίοπτου μεζεδοπωλείου που πρέπει να κλείσεις ραντεβού και να περάσεις από συνέντευξη εσύ και η παρέα σου για να κριθείτε κατάλληλοι πελάτες; Σε περίοδο κρίσης; Τι λε ρε μεγάλε;

Εντωμεταξύ η παρέα είχε μεγαλώσει κι άλλο και καθότι είχαν φάει ήδη την πόρτα καθόντουσαν απέναντι, στη Βραζιλιάνα όπου πήγαμε και τους βρήκαμε. Κι από κει αρχίζει η βραδιά να ομορφαίνει. Κι αυτό γιατί έφαγα μια ομορφιά ζωγραφιστή (μπουγιουρντί καυτερό τυλιγμένο σε φύλλο σφολιάτας) καθώς ούτε είχα προλάβει αλλά ούτε και ήθελα να φάω στο προηγούμενο μαγαζί, ενω οι υπόλοιποι συνέχισαν με ποτάκια. Κι ενώ τρώω το επός αυτό που μόλις περιέγραψα και παίζει η μουσικούλα στο μαγαζί, ακούω μια ωραία μελωδία, μια μελωδία παιγμένη από ακορντεόν συγκεκριμμένα. Στην αρχή δεν δίνω ιδιαίτερη σημασία γιατί η μελωδια είναι λες και ακούγεται από τα ηχεία του μαγαζιού. Κάτι όμως δεν πάει καλά. «Ρε αγάπη, αυτό το ακορντεόν από που ακούγεται;» τη ρώτάω, «είναι μέσα στο κομμάτι;». Και τότε γυρνάμε και βλέπουμε  έναν μελαμψό τυπάκο με το πιο φωτεινό πρόσωπο στην ιστορία των φωτεινών προσώπων να παίζει το ακορντεόν του. Η μελωδία που έπαιζε ήταν πάνω στον ρυθμό του κομματιού που έπαιζε από τα ηχεία, σε τέτοια αρμονία που δεν ξεχώριζες το ένα από το άλλο. Είχαμε μείνει όλοι αποσβολωμένοι. Κι όταν λέω όλοι δεν εννοώ μόνο η παρέα μας, αλλά όλο το μαγαζί. Το τι έγινε από εκεί και πέρα είναι δύσκολο να το περιγράψω, αλλά θα προσπαθήσω να μεταφέρω την εικόνα.

Με συνοπτικές διαδικασίες και μόλις ξεκίνησε το δεύτερο κομμάτι του ο Μπόσκο (έτσι νομίζω τον λένε, δεν είμαι σίγουρος) η μουσική από τα ηχεία του μαγαζιού έκλεισε, και το φιλοθεάμων κοινό κρεμόταν πλέον από τα δάχτυλα του. Μας ξεσήκωσε όλους, όλο το μαγαζί.  Με έκανε να αδιαφορήσω για το κεμπάπ μου -που εντωμεταξύ είχε διαδεχτεί το μπουγιουρντί-  και να την πάρω να χορέψουμε τανγκό και μετά μπλουζ. Μια άλλη κοπέλα χόρεψε μόνη της μετά, ενώ τα παλαμάκια και οι ζητοκραυγές ‘δίναν και ‘παίρναν. Για μισή ώρα τουλάχιστον μπορεί και παραπάνω, ήταν η ψυχή του μαγαζιού, ήταν ο ήρωας μας. Και κάθε φορά που τελείωνε ένα κομμάτι του να τον αγκαλιάζουμε με το χειροκρότημα μας και να τον ενθαρρύνουμε να μας παίξει κι άλλο. Κι αυτός να υποκλίνεται ντροπαλά και να χαμογελάει. Και να συνεχίζει να παίζει και να τραγουδάει. Και να κερνάει σφηνάκια το μαγαζί, και να πίνουμε και να χορέυουμε και να τραγουδάμε, κι ο Μπόσκο να χαμογελάει και να υποκλίνεται ντροπαλα. Ωσπου κάποια στιγμή κουράστηκε. Αμέσως όλοι ρωτήσαμε αν ήθελε να τον κεράσουμε κάτι. Τα παιδιά από το μαγαζί των ρώτησαν άν ήθελε κάποιο ποτό ή κάτι να φάει. Δεν ήθελε τίποτα, μόνο να κάτσει να ξεκουραστεί και να πιει νερό. Τρία ποτήρια ήπιε-γκάνιασε ο άνθρωπος. Κι ύστερα μας έπαιξε άλλα δυο τραγούδια. Και πάλι χειροκρότημα και πάλι μπράβο και πάλι ντροπαλό χαμόγελο ο Μπόσκο.

Στο τέλος ήρθε η ώρα να φύγει. Όλοι θέλαμε να του δώσουμε λεφτά. Αλλά για κάποιο λόγο όλοι ντρεπόμασταν. Ο λόγος είναι, ότι ντρεπόταν ο ίδιος να ζητήσει. Καθόταν όρθιος, χαμογελόντας ντροπαλά και περνώντας τα χέρια του νευρικά πάνω από τα πλήκτρα του ακορντεόν. Δεν πήγε από παρεά σε παρεά να πει το γνωστό παραμύθι που ίσως έλεγε σε κάθε μαγαζί που έμπαινε. Ο Μπόσκο μπορεί να παίρνει το ακορντεόν του παραμάσχαλα κάθε μέρα και να βγαίνει στη γύρα παίζοντας μουσική για να βγάλει λεφτά, να επιβιώσει. Ίσως στη χώρα του ήταν μουσικός ίσως και όχι. Ίσως έμαθε να παίζει το ακορντεόν από ανάγκη. Αλλά αυτό το βράδυ, σε αυτό το μαγαζί, ο Μπόσκο δεν έπαιξε για να βγάλει λεφτά. Επαιξε το ακορντεόν του για να μας διασκεδάσει, επαιξε το ακορντεόν του για εμάς επειδή γούσταρε! Μπορεί να μην ήταν αυτός ο σκοπός του όταν μπήκε μέσα στο μαγαζί, σίγουρα όμως έγινε στην πορεία.

Τι κρίμα για το άλλο μαγαζί και τους θαμμώνες του που ο Μπόσκο μπορεί να μπήκε και να τον διώξανε, ή ακόμα και να μην τον διώξανε, δεν επαιξε του ακορντεόν του για αυτούς, αλλά το έπαιξε για να μαζέψει μερικά σεντς...

4 comments:

  1. θεός ο παίχτης και ξανακαλωσόρισες στην παρέα!

    ReplyDelete
    Replies
    1. Καλώς με και καλώς σας ξαναματαβρήκα

      Delete
  2. υπέροχο!
    πολύ μου άρεσε, είτε έγιναν αυτά, είτε τα φαντάστηκες κ τα έγραψες δε ξέρω. πάντως ακούγεται πολύ ωραίο όλο αυτό το σκηνικό!

    ReplyDelete
    Replies
    1. Αν και ίσως έχει λάβει μυθικές διαστάσεις στο μυαλό μου όλο το σκηνικό, σε διαβεβαιώ πως ήταν πέρα για πέρα αληθινό. Καλως ήρθες!

      Delete