Sunday, September 26, 2010

"Tο Θεόμουνο" (part 1)


Το παρακάτω αποτελεί μια πρώτη (ελπίζω όχι αποτυχημένη) απόπειρα να ξεδιπλώσω το συγγραφικό μου ταλέντο. Αυτό είναι το πρώτο μέρος της ιστορίας. Αν υπάρξει ανταπόκριση από τους (όσους) αναγνώστες θα την συνεχίσω και αν δω ότι κάνει πάταγο θα την εκδόσω χα χα χα...

Σκοτάδι. Και μετά φως. Δυνατό, εκτυφλωτικό φως. Σχεδόν έχασα την όραση μου. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου και έβαλα τα χέρια μου μπροστά με μια αδέξια κίνηση. Από κάπου πολύ μακριά ακουγόταν μια μουσική. Πολύ αχνά. Τόσο που θα μπορούσε και να είναι μες το μυαλό μου, όπως όταν σου κολλάει ένα τραγούδι καμιά φορά και το ακούς συνέχεια. Θα ορκιζόμουν ότι είναι rage against the machine αλλά και πάλι δεν ήμουν σίγουρος.
«Μπορείς να τα ανοίξεις τώρα.» Ακούστηκε να λέει μια όμορφη, νεανική πλην απόκοσμη γυναίκεια φωνή σαν να ερχόταν από σύστημα Dolby surround 7.1
«Δεν ήθελα να σε τυφλώσω, μου ξέφυγε.»
«Που βρίσκομαι;» Φώναξα αμήχανα καθώς άνοιγα διστακτικά τα μάτια μου. Καμία απάντηση.
Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα, κι αφού η όραση μου επανήλθε συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν μες στο μισοσκόταδο σε κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί δωμάτιο ενός teenager στα μέσα της δεκαετίας του ΄90. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω την πηγή του λιγοστού φωτός και παραξενεύτηκα. Αφίσες από συγκροτήματα, ημερολόγιο με γυμνές γκόμενες, άπειρα cd, ρούχα πεταμένα στο πάτωμα, ξέστρωτο κρεβάτι, μια ηλεκτρική κιθάρα…
«Σ’ αρέσει;» Ακούστηκε πάλι η φωνή, πιο ανθρώπινη αυτή τη φορά αλλά το ίδιο δυνατή.
«Να μου αρέσει ποιο; Καταρχάς δεν μου αρέσει το γεγονός ότι δεν ξέρω πού στο διάολο είμαι, ποιά είσαι εσύ, και γιατί σε ακούω στερεοφωνικά ενώ δεν μπορώ να σε δω. Μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει τη συμβαίνει επιτέλους;» η τελευταία φράση βγήκε σαν ένα κράμα μίσους και απόγνωσης από το λαρύγγι μου ενώ στο τέλος έβγαλα και μια στριγγλιά σαν κότα που της πατάς το λαιμό.
Η φωνή ξέσπασε σε γέλια. «Είσαι πολύ αστείος, το ξέρεις;» Είπε με μια τρυφεράδα. Αυτή τη φορά ακούστηκε σαν να είναι δίπλα μου. «Σε λίγη ώρα πιστεύω πως θα είσαι σε θέση να απαντήσεις μόνος σου κάποια, αν όχι όλα, από τα ερωτήματα που έθεσες. Εξαρτάται από το πόσο στροφάρεις…Δεν μου είπες όμως. Τελικά σου αρέσει το δωμάτιο μου; Το φανταζόσουν κάπως αλλιώς μήπως;»
«Καλό είναι, αν είσαι 16. Βλέπω παίζεις και ηλεκτρικ... Ρε κοπελιά! Με δουλεύεις;!;! Γιατί να έχω φανταστεί το δωμάτιό σου; Δεν ξέρω καν ποια είσαι. Για την ακρίβεια δεν ξέρω καν ΠΟΥ είσαι; Αλήθεια, πως το κάνεις αυτό το κόλπο με τη φωνή; Και εν πάσει περιπτώσει δεν θα συνεχίσω να σου μιλάω αν δεν σε δω μπροστά μου» είπα και σταύρωσα τα χέρια μου παίρνοντας ένα τάχα θυμωμένο ύφος σαν μικρό παιδί.
Εκείνη την ώρα συνέβησαν πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Η μουσική, που παρεμπιπτόντως ήταν όντως rage against the machine, δυνάμωσε εντελώς ξαφνικά, σχεδόν κουφαίνοντάς με. ‘Να δεις που δεν θα τη γλυτώσω. Η κουφός ή τυφλός θα βγω από δω μέσα’ σκέφτηκα. Δυνατά φώτα σαν αστραπές φανήκαν από τα παράθυρα και τότε παρατήρησα ότι βρισκόμουνα σε σοφίτα. Και ξαφνικά άνοιξε μια πόρτα στα αριστερά μου που μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχα παρατηρήσει. Στο άνοιγμα της πόρτας εμφανίστηκε μια γυναικεία σιλουέτα μόνο που δεν μπορούσα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά της καθώς ένα δυνατό φως σαν από προβολέα έπεφτε από πίσω της ενώ παντού γύρω της υπήρχαν καπνοί. Φανταστείτε την Βανδή να κάνει την πρώτη εμφάνιση της βραδιάς στο REX κι είστε μέσα…«Fuck you I wont do what you tell me» την άκουσα να τραγουδάει δυνατά σχεδόν υπερκαλύπτοντας τη μουσική.
Μπήκε μέσα κι έκλεισε τη πόρτα πίσω της ενώ ταυτόχρονα δυνάμωσε το φως. Και τότε για πρώτη φορά την είδα καθαρά.
Δεν έμοιαζε πάνω από εικοσιπέντε. Είχε κατακόκκινα σγουρά μακριά μαλλιά, αρκετά κάτω από τους ώμους. Πράσινα μάτια σαν σμαράγδια μέσα στις τόσο όμορφα σμιλευμένες κόχες των ματιών της. Κατάλευκη επιδερμίδα κι ένα πρόσωπο τόσο όμορφο που σχεδόν ντρεπόμουν να το κοιτάξω. Ήταν όμορφη σαν ξώτικο. Τόσο πολύ που έγειρα λίγο το κεφάλι μου σε μια προσπάθεια να διαπιστώσω αν είχε μυτερά αυτιά. Δεν είχε. Το κορμί της ήταν απλά τέλειο, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να το περιγράψω. Είχε τις ιδανικές αναλογίες. Πλούσιο μπούστο, στενή μέση, υπέροχα, μακριά και καλλίγραμμα πόδια. Φορούσε ένα στενό, υπερβολικά κοντό τζιν σορτάκι και ένα κολλητό, άσπρο t-shirt με κομμένα μανίκια το οποίο διέγραφε τις αφύσικα πεταχτές ρώγες τις. «Κόλαση…!» σκέφτηκα καθώς κράτησα το σαγόνι μου για να μην πέσει και συνέχισα να την κοιτώ σαν χάνος.
«Συγνώμη για αυτήν την ποζέρικη είσοδο, αλλά πάντα ήθελα να το κάνω» είπε και χαμογέλασε. Και τι όμορφο χαμόγελο! Σαν μια ντουζίνα ηλιοβασιλέματα συμπυκνωμένα ανάμεσα σε δύο κατακόκκινα χείλη.
«Οο…κάνε δουλειά σου» κατάφερα να ψελλίσω.
«Το ξέρεις ότι έχεις πολύ πλάκα έτσι αμήχανος που είσαι;» ρώτησε πνίγοντας ένα γελάκι. «Γλύκας είσαι!»
Ανακτώντας την ψυχραιμία μου και την αυτοκυριαρχία μου, άλλωστε πάντα τα πήγαινα καλά με τις γυναίκες και η αλήθεια είναι πως είχα βρεθεί με πολλές και πολύ όμορφες γυναίκες -καμία όμως σαν κι αυτή, αυτή ήταν κάτι άλλο- αποφάσισα να περάσω στην αντεπίθεση. «Κι εσύ καλή είσαι. Τρώγεσαι». Το έπαιξα δήθεν αδιάφορος. Οι γυναίκες τα γουστάρουν κάτι τέτοια.
«Χα! Νάτον…» είπε και μου πέταξε ένα ψευτοειρωνικό χαμόγελο. «Μόνο καλή; Είμαι σίγουρη ότι από το μυαλό σου πέρασαν ένα σωρό άλλοι χαρακτηρισμοί. Για την ακρίβεια το ξέρω. Άκουσα τις λέξεις να περνάνε μπροστά από τα μάτια σου…»
«- Αποκλείεται. Εγώ είμαι κύριος!»
«- Θέλεις να στις πω με αλφαβητική σειρά, η με τη σειρά που ήρθαν στο μυαλό σου;»
«- Για δοκίμασέ με. Με τη σειρά που τις σκέφτηκα παρακαλώ»
«- Λοιπόν…έχουμε και λέμε: ‘Κόλαση…τι βυζιά είναι αυτά, κάνει τόσο κρύο εδώ μέσα άραγε ή είναι πάντα έτσι;…θέε μου τι μωρό είναι αυτό;…Θεόμουνο!’»
«- Οκ οκ οκ…το ‘πιασα, μη συνεχίζεις.»
«- Στο τελευταίο έπεσες μέσα πάντως»
«- Τι εννοείς;»
«- Τίποτα, τίποτα. Μη δίνεις σημασία»
«- Μα πώς το ήξερες; Μήπως είσαι κάνα μέντιουμ; Πώς είναι δυνατόν;»
«- Δεν έχει σημασία το πώς. Σημασία έχει γιατί διάλεξες να πεις αυτό που είπες τελικά.»
«- Δεν ήθελα να γίνω χυδαίος. Κατά βάση είμαι ευγενικό παιδί. Ας κρατήσουμε και κάποια προσχήματα. Μόλις σε γνώρισα. Και μιας που το ανέφερα, ακόμα δεν μου έχεις συστηθεί.»
«- Θα ‘ρθουμε και σε μένα, μην βιάζεσαι. Για την ώρα ας ασχοληθούμε λίγο με σένα.» είπε και με κόιταξε με νόημα. Το βλέμμα της σοβάρεψε, μόνο για μια στιγμή, κι ύστερα ξαναγύρισε στα μάτια της το αστραφτερό παιχνίδισμα. Ήρθε κοντά μου και άπλωσε το χέρι της για να με βοηθήσει να σηκωθώ. Δεν είχα συνειδητοποιήσει μέχρι εκείνη την ώρα ότι καθόμουν οκλαδόν στο πάτωμα, στη μέση του δωματίου.
Μόλις με άγγιξε ένιωσα ένα ηλεκτρικό ρεύμα να με διαπερνάει και ανασηκώθηκαν μονομιάς όλες οι τρίχες του κορμιού μου. Το δέρμα της ήταν τόσο απαλό και τόσο ζεστό που ένιωσα ότι δεν θέλω να μου αφήσει το χέρι ποτέ. Κάθισε στο κρεβάτι και μου έκανε νόημα να κάτσω δίπλα της. «Ώπα, εδώ είμαστε» είπα από μέσα μου και το μετάνιωσα την ίδια στιγμή. «Άτακτο, αγόρι…Ακούω τις σκέψεις σου, hellooo» και μετά από μια σύντομη παύση «Πρώτα η δουλειά και μετά η διασκέδαση» είπε και μου έκλεισε πονηρά το μάτι.
Αμέσως κατάλαβα ότι είχα κοκκινίσει από ντροπή. Και αυτό δεν είναι κάτι που μου συνέβαινε συχνά, ιδίως με τις γυναίκες.
«- Όοο, δεν θέλω ντροπές. Με μένα δεν χρειάζεται να ντρέπεσαι. Θέλω να είσαι ο εαυτός σου. Να είσαι εσύ»
«- Καλή είναι και οι ντροπή καμιά φορά. Μας συγκρατεί από το να κάνουμε η να λέμε πράγματα που δεν πρέπει.
«- Και ποιος καθορίζει τα ‘πρέπει’ και τα ‘μη’;»
«- Ξέρω γω; Οι υπόλοιποι άνθρωποι; Η κοινωνία; Η θρησκεία;»
«- Πιστεύεις στον θεο;»
«- Γιατί, αυτός πιστεύει σε μένα;»
«Χα! Καλό. Αλλά κλεμμένο…» Για ένα απειροελάχιστο κλάσμα του δευτερολέπτου το πρόσωπο της σοβάρεψε και το βλέμμα της σκοτείνιασε. Θα ορκιζόμουν ότι τα μάτια της άλλαξαν χρώμα κι από πράσινα έγιναν κατάμαυρα. Κι ύστερα το γνωστό ζεστό, παιχνιδιάρικο βλέμμα επανήλθε μαζί με το χαμόγελο, σαν να μην είχε γίνει τίποτα. Η ιδέα μου θα ήταν.
«- Όχι, δεν πιστεύω στο θεό. Κι αν υπήρχε κάποτε, σίγουρα τώρα έχει πεθάνει.»
«- Άπα πα! Κουνήσου απ’ τη θέση σου παιδί μου, τι είναι αυτά που λες;»
«- Γιατί, τον ήξερες; Ήταν συγγενής σου;»
«- Χα χα χα» ξέσπασε σε γέλια. Αυτή τη φορά της άρεσε το αστειάκι μου.
«- Τι σου λέει η όλη κατάσταση που βιώνεις αυτή τη στιγμή;» είπε κόβοντας απότομα το γέλιο της
«- Μου λέει ότι μάλλον έχω πιει πολλούς μπάφους και βλέπω οράματα. Να δεις που θα είναι όνειρο και θα μείνω στο τέλος με τη γλύκα. Θα ξυπνήσω στον καναπέ μου με σαλάκι στο μάγουλο, αν όχι τίποτα χειρότερο»
«- Θυμάσαι να κάνεις ναρκωτικά ή να πίνεις αλκοόλ τις τελευταίες ώρες;»
«- Τώρα που το λές, όχι. Για την ακρίβεια το τελευταίο πράγμα μου θυμάμαι είναι…Δεν θυμάμαι ποιο είναι το τελευταίο πράγμα που έκανα. Για στάσου ένα λεπτό! Δεν πιστεύω να ΄μαι ν…»
«- Όχι, όχι…μην ανησυχείς. Δεν είσαι νεκρός. Ούτε μεθυσμένος, ή μαστουρωμένος παρεμπιπτόντως. Είσαι απολύτως υγιής και νηφάλιος.»
«- Κι εσύ που το ξέρεις; Νοσοκόμα είσαι;» Εκείνη τη στιγμή την φαντάστηκα μέσα σε μια στενή στολή νοσοκόμας με ανοιχτό ντεκολτέ και άσπρες ζαρτιέρες.
«- Εεεϊ…Εσυ έχεις μεγάλη φαντασία…Συγκεντρώσου!» είπε με ναζιάρικο ύφος.
«- Συγνώμη, συγνώμη, έχεις δίκιο. Αλλά κι εσύ δεν βοηθάς έτσι όπως είσαι ντυμένη. Μυαλό είναι αυτό, τι να το κάνω;»
«- Δε πειράζει, εξ ‘αλλού είπαμε να είσαι ο εαυτός σου. Τουλάχιστον αυτή τη φορά δεν κοκκίνισες.»
«- Ναι αρχίζω και νιώθω πιο άνετα, η αλήθεια είναι. Θα μου πεις όμως ποια είσαι; Ή τι είσαι; Και τι θέλω εγώ εδώ;»
«- Ώστε διακρίνεις κάτι το μη ανθρώπινο πάνω μου, ε;»
«Κοίτα, η όλη φάση είναι λίγο μη ανθρώπινη. Σουρεάλ θα έλεγα αλλά κι αυτό λίγο είναι. Φώτα χωρίς λάμπες, μουσική χωρίς ηχεία, αστραπές και καπνοί, κι εσύ διαβάζεις τη σκέψη μου και μοιάζεις λες κι είσαι από άλλο πλανήτη. Μήπως είσαι η σεξογήινη και με έχεις απαγάγει; Δεν πιστεύω να αρχίσεις να με τρυπάς με τίποτα βελόνες και να κάνεις τίποτα πειράματα.» Κι άλλο γέλιο.
«- Είσαι πολύ αστείος τελικά.»
«- Κατάλαβα, με θέλετε για το μυαλό μου! Χάθηκε ο κόσμος να γεννηθώ χαζός και βαρετός;! Ορίστε τώρα, θα μου κόψουν το κρανίο με τροχό για να πάρουν τον εγκέφαλο μου. Ω θεέ μου…»
«- Τον επικαλείσαι συχνά; Αφού δεν πιστεύεις ότι υπάρχει.»
«- Σας ενδιαφέρουν τόσο πολύ οι θεολογικές αναζητήσεις του ανθρώπινου είδους; Γιατί δεν πιάσατε τον Πάπα τότε, που έχει και ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας με τον μεγάλο;» είπα κι έδειξα με τον δείχτη το ταβάνι.
«- Πως είσαι τόσο σίγουρος ότι είναι εκεί πάνω;» είπε κοιτάζοντας το ταβάνι «κι όχι κάπου αλλού; Εδώ μέσα ας πούμε…Και πως ξέρεις ότι είναι μεγάλος; Και τέλος πως ξέρεις ότι είναι ‘αυτός’ κι όχι ‘αυτή’»
«- Μάλισταααα…Άλλος πίνει τους μπάφους μου φαίνεται τελικά.»
«- Χα χα! Τώρα μου θύμισες το ανέκδοτο με το Χριστό που κατεβαίνει στη γή και πέφτει πάνω σ΄ένα χασικλή.»
« - ‘Πω πω μπάφους που στρίβω ο πούστης!’ Ναι, το ξέρω. Ανεκδοτάρα. Μή μου πεις όμως ότι είσαι ο Χριστός, θα ξενερώσω…»
« - Όχι, ο Χριστός ήταν δικό σας δημιούργημα. Και πετυχημένο, ε; Έκανε τη δουλειά του μια χαρά. Όχι εγώ είμαι πιο ψηλά στην ιεραρχία. Ο ‘μεγάλος’ που λέγαμε…» είπε και μου έκλεισε το μάτι ενώ έδειξε το ταβάνι.
«- …»
(To be continued…)

Επειδή σε αυτό εδώ το blog ΕΣΥ αποφασίζεις (λέμε τώρα...) πάρε μέρος στη ψηφοφορία (πάνω δεξιά) για το πώς πιστεύεις ότι θα συνεχιστεί η ιστορία. Επίσης, προτάσεις, παρατηρήσεις και υποδείξεις είναι ευπρόσδεκτες μέσω των σχολίων.
Είδατε ρε, εγώ δίνω φωνή στους αναγνώστες μου, όχι σαν κάτι άλλους...(μη το γαμήσετε όμως ε;)

Monday, September 20, 2010

Σαπίλα Θανάτου

Έκανα limit down, νέο χαμηλό ρεκόρ...ζωής (ούτε καν δεκαετίας...). Έπιασα πάτο, πως το λένε...;

Κι αναρωτιέμαι...Υπάρχει χειρότερα; Πάει κι άλλο κάτω; Όλοι λένε πως όταν χτυπήσεις πάτο, το μόνο που σου μένει να κάνεις είναι να σηκωθείς και να σταθείς στα πόδια σου. Χα! Ας γελάσω. Φαίνεται αυτοί που το λένε δεν με έχουν γνωρίσει ακόμα. Είμαι ικανός έτσι όπως κάθομαι κατάχαμα στο πάτο του πηγαδιού παρέα με τα σκουλήκια, να αρχίζω να σκάβω με τα νύχια μου το χώμα και να βρεθώ ακόμα πιο χαμηλά. Να ανοίξω λαγούμι και να χωθώ μέσα. Ω ναι, είμαι καλός σε αυτα...

Απο την άλλη το αυτομαστίγωμα βοηθάει; Εξαρτάται, είναι η απάντηση, από το τί θες να πετύχεις...Αν θες να βουλιάξεις κι άλλο, σίγουρα βοηθάει. Αν θες να σε λυπηθούνε και να σε περιθάλψουνε σαν μικρό κι αβοήθητο κουταβάκι, είναι ότι πρέπει. Σε κάνει όμως επι της ουσίας πιο δυνατό; Σε κάνει να συνειδητοποιείς τα λάθη σου και τις αδυναμίες σου και να μαθαίνεις από αυτα; Σε κάνει καλυτερο άνθρωπο; Ρητορική η ερώτηση...

Ποιός είναι ο "καλός ο άνθρωπος" και γιατί να θέλει να γίνει καλύτερος; Κι όλοι εμείς που δεν είμαστε "καλύτεροι άνθρωποι"; Να πάμε να πνιγούμε; Θα ήταν κι αυτό μια λύση να μου πείς...Όχι, όχι δεν έχω τάσεις αυτοκτονίας, μην ανησυχείτε. Θα συνεχίσω να λυμαίνω με την παρουσία μου αυτον τον "αγνό" και "καθαρό" πλανήτη για όσο περισσότερο μπορώ.

Όλα έχουν να κάνουν με το "ΕΓΩ". Όλα. Ακόμα και οι υπέρτατες πράξεις ανιδιοτέλειας. Αυτός που τις κάνει λαμβάνει μια προσωπική ευχαρίστηση. Νιώθει καλύτερα με τον εαυτό του. Ικανοποιεί το "εγώ" του. Μικρή συμβουλή προς τον εαυτό μου λοιπόν. Μην κάνεις ΠΟΤΕ πράγματα για τα οποία νιώθεις άσχημα μετά! Έστω κι αν εκείνη την ώρα περνάς καλα.
Και όλες αυτές οι παπαροσοφίες του στύλ "Καλύτερα να μετανιώσεις για κάτι που έκανες, παρά για κάτι που δεν έκανες" και "Ζήσε το τώρα, ζήσε τη στιγμή!" κτλ κτλ, καλές είναι δε λέω και σε γενικές γραμμές έτσι θα συνεχίσω να λειτουργώ, φτάνει να ικανοποιείται η μικρή αυτή συνθήκη που έθεσα πρίν...Να νιώθω πάντα καλά γι'αυτό που κάνω. 'Οχι μόνο τώρα αλλά και σε βάθος χρόνου μεγαλύτερο απο 5 λεπτά.

"Συγνώμη. Δεν ήθελα να σε πληγώσω. Και ξέρεις γιατί; Επειδή, όπως είπα, όλα έχουν να κάνουν με το "εγώ", πληγώνοντας εσένα, πληγώνω τον εαυτό μου...Κι αυτό σιγουρα δεν το θέλω. Θα μου πείς ήθελες-δεν ήθελες, το έκανες κι αυτό τώρα δεν αλλάζει. Σύμφωνοι. Απλά θέλω να ξέρεις πως μπορεί να μην είμαι "καλύτερος άνθρωπος" αλλά σίγουρα δεν είμαι κάκος άνθρωπος. Δεν λειτουργώ με δόλο. Είμαι απλά ανθρωπος."

Κολοκύθια τούμπανα! Συγνώμη...Ζητάς συγχώρεση. Για να νιώσεις εσύ καλύτερα. Για να ικανοποιήσεις αυτο το αδηφάγο και ατέρμονο "εγώ" σου. Όχι πούστη! Δεν θα σε συγχωρέσει κανένας αυτή τη φορά. Έτσι για δοκιμή των αντοχών σου. Έτσι, για το ροκ που λέει κι ένας φίλος. Έτσι για να μάθεις...Να μάθεις να ζεις με τις συνέπειες των πράξεων σου. Μπας και γίνεις "καλύτερος άνθρωπος". Χα χα! Ας γελάσω εις διπλουν.

Κι εδώ τίθεται ένα ερώτημα. Ο "θύτης" είπαμε γιατί ζητάει τη συγχώρεση. Ποιά είναι τα κίνητρα του "θύματος" όμως; Ποιά είναι η κινητήριος δύναμη που τον οδηγεί στο να τη δώσει τελικά η όχι; Σάμπως κι αυτός για λόγους εγωισμού δεν αποφασίζει να δώσει το συγχωροχάρτι ή να το κάψει, να το καταπιει, να το κάνει υπόθετο, οτιδηποτε τελος πάντων απο το να το δώσει; Είτε ο εγωισμός του έχει θιχτεί ανεπανόρθωτα λοιπόν είτε αποφασίζει να το παίξει large και να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία. Either way όλα καταλήγουν στο "εγώ".

Εγώ όμως που θέλω να καταλήξω; Μάλλον πουθενά...Δεν μου βγαίνει κάτι άλλο να γράψω.


ΥΓ: Τελικά όντως, δεν είναι για σένα. Για μένα ειναι κι αυτό...

ΥΓ: Ο τίτλος είναι αφιερομένος στον John Doe...