Tuesday, June 19, 2012

Η μέρα της μαρμότας (με Σαμαρά αντί για Bill Murray στον πρωταγωνιστικό ρόλο)

Πριν ξεκινήσω θα ήθελα κατ' εξαίρεσιν να καταχραστώ το δημόσιο ετούτο βήμα που δίνω στον εαυτό μου για να κάνω μια καταγγελία. Θέλω δημόσια, επώνυμα και υπεύθυνα, έχωντας σώας τας φρένας και πλήρη επίγνωση των λόγων μου και των συνεπειών τους, να καταγγείλω τον Randy Marsh και το μπλογκ του Τιποτα στα Σοβαρά. Ε δεν είναι κατάσταση αυτή! Να μου έρχεται δηλαδή εμένανε η φλασιά μετά από ένα φανταστικομύριο χρόνια να γράψω άρθρο σοβαρό, να ανοίγω τον μπλόγκερ για να γράψω το εν λόγο άρθρο, να ρίχνω μια ματιά στην λίστα ανάγνωσης, να βλέπω ότι έχει καινούργιες αναρτήσεις στο μπλογκ του, να μπαίνω για να τις χαζέψω και να κάθομαι μισή ώρα να γελάω μόνος μου σαν τον μαλάκα. Πως να κάτσω να γράψω σοβαρά μετά από αυτό;!;! Όχι πείτε μου. Αίσχος! Που είναι το κράτος;;;

Τέλος πάντων...

Ναι καλά καταλάβατε, θα μιλήσω για τις εκλογές. Όχι τίποτα τραγικό, μη φανταστείτε. Απλά θα προσπαθήσω να κάνω έναν μικρό απολογισμό του τι έγινε, και μια μικρή εκτίμηση της κατάστασης. Μην περιμένετε όρους πολιτικούς, τεχνοκρατικούς ή οικονομικούς από μένα γιατί πολύ απλά δεν υπάρχουν στο λεξιλόγιό μου. Και δεν υπάρχουν γιατί δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ τόσο ώστε να τους ενσωματώσω. Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν με απασχολεί το τι γίνεται στον κόσμο, γενικά και στην χώρα που γεννήθηκα και μεγάλωσα, ειδικότερα. Με απασχολεί φαντάζομαι στον βαθμό που θα έπρεπε να απασχολεί τον κάθε υγιώς σκεπτόμενο άνθρωπο. Δήλαδη ούτε σε σημείο πόρωσης και αφορμής για να τσακώνομαι με τους φίλους μου, αλλά ούτε και σε σημείο ώστε να αδιαφορώ. Στο σημείο αυτό να πω ότι ανήκω στο 37,5% των ελλήνων που απείχαν από την χθεσινή εκλογική διαδικασία. Λόγο επιλογής. Επέλεξα να μην δώσω άλλα 200 ευρώ όπως έκανα την 6η Μαΐου για να πάω στην ελλάδα να ψηφίσω. Επέλεξα να πάω στον γάμο ενός φίλου μου. Όχι ότι αυτό με απενοχοποιεί, αλλά τέλος πάντων, ναι είχα κάτι καλύτερο να κάνω από το να πάω να ψηφίσω - αν και το ήθελα πάρα πολύ. Θα επιστρέψω σε αυτό αργότερα όμως. 

Όσον αφορά την γενική εκτίμηση του αποτελέσματος: Ξέρεις, κάθε φορά λες μέσα σου: "Δεν μπορεί, τώρα κάτι θα αλλάξει. Τώρα είναι ο καιρός. Εχουμε ωριμάσει, έχουμε αλλάξει. Και εμείς και οι καιροί. Μυρίζω τον άνεμο της αλλαγής." Και έχεις μέσα σου αυτή την τόσο ζωογόνα αίσθηση κι αυτό το κρυφό συγκρατημένο χαμόγελο αισιοδοξίας. Την αίσθηση της ελπίδας. Αυτής της πουτάνας που αν και πεθαίνει πάντα τελευταία, της έχουμε κάνει τόσες κηδείες. Ούτε ο Μελκιάδες Εστράδα να ήταν. Κι ύστερα έρχεται η πραγματικότητα να σε συνεφέρει μέ ένα ψυχρό χαστούκι και λες "Μα καλά, τι σκεφτόμουν; Είναι δυνατόν να αλλάξουν ποτέ τα πράγματα;". Και ύστερα από το άρχικό σοκ. έρχεται αίσθηση της συντριβής και το ξενέρωμα. Αλλά κι αυτά δεν διαρκούν για πολύ. Γιατί πάντα μέσα σου το ήξερες. Αυτό ουσιαστικά περίμενες να ακούσεις. Και η ζωή συνεχίζεται όπως την ήξερες. 

Προς θεού, δεν υποστηρίζω ότι αν κέρδιζε ο Σύριζα χθες τις εκλογές ξαφνικά και μονομιάς, όλα μας τα προβλήματα θα λύνονταν. Ότι θα βγαίναμε στους δρόμους να τραγουδάμε σουπερκαλιφρατζιλστικεξπιαλιντόσιους σαν την Μαίρη τη Πόππινς και οι τσέπες μας θα γέμιζαν αυτομάτως με ευρώ (ή δραχμές;). Αλλά να, ρε γαμώτο, πίστευα -και πιστεύω ακόμη - πως όσο τρομακτικό και αν είναι το άγνωστο και το καινούργιο, απόκλείεται να είναι χειρότερο από τον γνωστό και δεδομένο τρόμο που επικρατεί αυτήν τη στιγμή στην ελλάδα. Όπως λένε και στο ποδόσφαιρό, ομάδα που κερδίζει δεν την αλλάζεις. Αλλά η δικιά μας όχι μόνο χάνει, αλλά διασύρεται. Ε, δεν πρέπει να την αλλάξουμε; Εκτος κι αν οι καθημερινές -πλέον- και μαζικές αυτοκτονίες είναι συγκυριακές. Μπορεί όντως τελικά να μας ψεκάζουνε και απλά έτυχε να ρίξουν παραπάνω δόση χημικών πάνω από την ελλάδα. Μπορεί οι γονείς μου, που μου λένε να μην γυρίσω ποτέ πίσω, απλά να με βαρέθηκαν και να παρτάρουν αυτή τη στιγμή που μιλάμε, γιορτάζοντας το γεγονός ότι δεν με έχουν μες τα πόδια τους. Μπορεί οι φίλοι μου που μου λένε ότι δεν βγαίνουν από το σπίτι επειδή δεν έχουν λεφτά για μπύρα και για βενζίνη να μου λένε ψέμματα και απλά να βαριούνται να κουνηθούν. Μπορεί ο κολλητός μου που στεναχωρήθηκε επειδή βρέθηκε το αμάξι του, το οποίο του το είχαν κλέψει και άρα δεν θα πάρει τα λεφτά της ασφάλειας, να είναι απλά μαλάκας. Τι να πω;

Για τον Σύριζα:
Ναι το πήγα πάλι στο ρομαντισμό και  το συναίσθημα αλλά τι να κάνουμε; Τέτοιος είμαι. Ρομαντικός και συναισθηματικός. Και σαν τέτοιος δηλώνω αριστερος. Ξέρεις, με την ρομαντική έννοια του όρου. Αριστερός στην ψυχή και τέτοια. Μάλλον επειδή μεγάλωσα σε μια οικογένεια που ποτέ δεν ήταν πλούσια. Όχι ότι στερήθηκα ποτέ ή μου έλειψε το παραμικρό αλλά ποτέ δεν μας περίσσευαν κιόλας. Αν ήμουν γιος εφοπλιστή το πιθανότερο είναι να δήλωνα δεξιός (ή φιλελεύθερος όπως είναι της μόδας τώρα να λέμε τους δεξιούς) και τώρα θα λέγαμε άλλα. Παρ' όλα αυτά παραμένω και λάτρης της λογικής. Και η λογική λέει, πως όσο και να το ήθελα, όσο και να προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου να το πιστέψει, ο Τσίπρας δεν ήταν και δεν είναι ακόμα έτοιμος να κυβερνήσει. Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν σήμερα ήταν πρώτος. Το πιο πιθανό είναι να τον κατασπάραζαν οι μεγαλοκαρχαρίες της εγχώριας και εισαγώμενης διαπλοκής (νταξει είπαμε δεν ξέρω πολιτικούς όρους αλλά διαβάζω ειδήσεις...:) ) και να τον αποκαθήλωναν στη συνείδηση του λαού - όσων τον ψήφισαν τέλος πάντων- σε χρόνο dt κι έτσι να τελείωνε άδοξα αυτό το παραμύθι. Ίσως καλύτερα που δεν βγήκε τελικά. Αν παίξει καλά τον ρόλο του, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και κινήσει τις διεργασίες για τις απαραίτητες ζυμώσεις που πρέπει να λάβουν χώρα στον χώρο της αριστεράς, ίσως και να αποδειχθεί οτι τελικά χθες αυτός ήταν ο νικητής των εκλογών. Αν βέβαια συνεχισει να υπάρχει η ελλάδα όπως την ξέρουμε μέχρι τότε, κι αν δεν έχουν αυτοκτονήσει όλοι οι κάτοικοί της. Όπως και να 'χει θα κριθεί κι αυτός με την σειρά του. Και πρώτος πρώτος θα τον κρίνω και θα τον σιχτιριάσω και θα τον χλευάσω εγώ αν τα κάνει όλα ρόιδο. Δεν δίνω λευκή επιταγή σε κανέναν. Εγώ κι ο Κουβέλης. 

Για την Νέα Τρομοκρατία:
Πολλοί το είπαν σύνδρομο της Στοκχόλμης. Ένας αρκετά επιτυχημένος και εύστοχος χαρακτηρισμός για το τι συνέβη χθες. Φόβαμαι όμως ότι δεν είναι επαρκής. Η αλήθεια είναι πιο απλή και λιγότερο ρομανική αυτή τη φορά. Ο λαός υπέκυψε στον φόβο. Απλά και ξεκάθαρα. Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ έκαναν αυτο που έπρεπε να κάνουν. Αυτό που τους υπέδειξαν οι ευρωπαίοι προστάτες τους να κάνουν. Τρομοκράτησαν τον λαό. Κι εδώ είναι το ενδιαφέρον της υπόθεσης. Οι πολίτες και δη οι μεγαλύτεροι σε ηλικία έκαναν κι αυτοί με την σειρά τους, αυτό που έπρεπε να κάνουν. Το εξής απλό και δίχως περιθώρια περιττών αναλύσεων και φιοριτούρων. Τρομοκρατήθηκαν. Δεν χρειάζεται να το κουράζουμε. Στην αρχή ήθελα να βρίσω όλους τους βλάχους και τους κωλόγερους που πήγαν σαν τα πρόβατα στη σφαγή και ψήφισαν ΝΔ. Αλλά μετά κάθισα και το σκέφτηκα λίγο. Και τι έπρεπε να κάνουν δηλαδή; Οι γέροι και οι χαμηλότερης μόρφωσης κάτοικοι της περιφέρειας, χωρίς να τους μέμφομαι σε καμία περίπτωση, υπέκυψαν στον εκβιασμό, τρομοκρατήθηκαν και ψήφισαν έτσι όπως ψήφισαν. Προτίμησαν να έχουν σίγουρη (;;;) την πενιχρή τους σύνταξη σε ευρώ παρά να μπουν σε νέες περιπέτειες και να πρέπει εκ νέου να μαθαίνουν πως να υπολογίζουν τις συντάξεις τους σε κάποιο άλλο νόμισμα ("Και για πες μου παλικάρι μου, 200.000 δρχ, σε κανονικά λεφτά πόσα είναι;"). Το σέβομαι. Από την άλλη πάλι, οι νέοι άνθρωποι και οι -θεωρητικά- πιο μορφωμένοι κάτοικοι των αστικών κέντρων, έκαναν αυτό που (θα) έπρεπε να κάνουν. Δεν μάσησαν από τραμπουκισμούς, ψευτοδιλλήματα και εκβιασμούς και ψήφισαν έτσι όπως ψήφισαν κι αυτοί. Προτίμησαν να αγωνιστούν, να αντισταθούν και να αντιδράσουν μέσα στα νόμιμα πλαίσια, κάνοντας χρήση του συνταγματικού τους δικαιώματος να στέλνουν σπίτι τους αυτούς που θεωρούν ότι τους εξαπατούν. Σεβαστό κι αυτό.  Κι αν βγαίναμε από το ευρώ, υπάρχουν και τα κομπιουτεράκια. Δυστυχώς οι πρώτοι ήταν πιο πολλοί από τους δεύτερους. Δυστυχώς οι γέροι σε αυτή την χώρα είναι πιο πολλοί από τους νέους. Απλά μαθηματικά. Τι να κάνουμε τώρα; 

Τα μόνα που δεν είναι σεβαστά και κατανοητά, κατά την γνώμη μου, είναι τα εξής δύο: Το ποσοστό της αποχής και το ποσοστό των ανθρωπόμορφων φασιστοειδών της χρυσής αυγής. Για τους πρώτους, στους οποίους όπως είπα ανήκω κι εγώ, εχω να πω μόνο το εξής: Δεν έχουν κανένα δικαίωμα να γυρίσουν και να πουν το παραμικρό όταν θα τους απολύουν, όταν θα πρέπει με τρεμάμενο χέρι να μετράνε τα τελευταία τους ευρώ μπροστά απο την ταμεία της ΔΕΗ ή όταν θα ακούσουν για κάποιον φίλο τους ή γνωστό που έβαλε τέλος στη ζωή του. Και να είστε σίγουροι ότι θα είναι οι πρώτοι που θα παραπονεθούν, θα ουρλιάξουν και θα μουτζώσουν όταν κάτι απ' όλα αυτά γίνει. Γιατί θα γίνει σίγουρα. Να καταλάβω ότι ορισμένοι ίσως δεν είχαν τα λεφτά για να ταξιδέψουν στις γεννέτειρες τους και να ψηφίσουν. Να καταλάβω ότι ορισμένοι είχαν όντως ανειλημμένες υποχρεώσεις. Κι εγώ αν μου περίσσευαν 200 ευρώ και δεν παντρευόταν ο φίλος μου θα ερχόμουν να ψηφίσω. (Το απαράδεκτο της ελληνικής νομοθεσίας που δεν επιτρέπει στους έλληνες του εξωτερικού να ψηφίζουν στις πρεσβείες της ελλάδας δεν το κατανοώ και δεν θα το σχολιάσω. Απλά για όσους δεν γνωρίζουν να αναφέρω ότι είμαστε ίσως η μοναδική χώρα, στην ευρώπη τουλάχιστον, που ουσιαστικά απαγορεύει σε ένα μεγάλο κομμάτι των πολιτών της να ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα) Αλλά 40% ρε πούστη μου; Δήλαδη όσο και να προσπαθήσετε να με πείσετε ότι οι περισσότεροι από αυτούς, δεν προτίμησαν απλά να πάνε για μπάνιο αντί να ψηφίσουν, δεν θα τα καταφέρετε.  

Όσο για τους άλλους...Δεν θα μπω καν στη λογική του να επιχειρηματολογήσω γιατί ο φασισμός ή ο ναζισμός ή η όποια στο μπούτσο ιδεολογία (;) λένε ότι πρεσβεύουν είναι ανεπιθύμητα. Ίσως γιατί, ευτυχώς, δεν τα έζησα ποτέ -και σίγουρα δεν θέλω να τα ζήσω - και άρα δεν ξέρω και πολύ καλά τι ακριβώς είναι αυτά τα πράγματα. Και μακάρι να μην μάθω και ποτέ. Αλλά έχω μεγάλο πρόβλημα με τους τραμπούκους. Τους bullies που λένε τα αμερικανάκια. Εκ φύσεως απεχθάνομαι τους ανθρώπους που επιβάλλονται με το έτσι θέλω και χρησιμοποιώντας συνήθως τα μπράτσα τους παίρνουν αυτό που θέλουν. Μάλλον επειδή πάντα ήμουν από την άλλη μεριά. Από την πλευρά των αδυνάτων. Στο σχολείο πάντα ήμουν ο πιο μικροκαμωμένος και συνήθως ήμουν το θύμα αυτών των νταήδων και ψευτοπαλικαράδων. Δεν θα πω ότι η δύναμη μου ήταν το μυαλό μου, γιατί μπορεί και να μην ισχύει. Αλλά σίγουρα ποτέ δεν ήταν τα μπράτσα μου. Κι έτσι μεγαλώνοντας πάντα είχα μια ιδιαίτερη συμπάθεια για τους ανθρώπους που έμαθαν να χρησιμοποιούν το μυαλό τους για να πετυχαίνουν τους σκοπούς τους, αντισταθμίζοντας έτσι ίσως την έλειψη μυικής δύναμης. Το να κάτσω να  -προσπαθήσω να - κάνω μια λεκτική αντιπαράθεση με αυτούς τους (υπ)ανθρώπους και να τους εξηγήσω τι θέλω να πω, μοιάζει πιο ουτοπικό κι από την Πολιτεία του Πλάτωνα και γι΄αυτό δεν θα το κάνω. Το να τους αντιμετωπίσω με βία, ακόμα κι αν μπορούσα,  δεν είναι η λύση στο πρόβλημα. Όχι γιατί αυτό θα με κάνει ίδιο ή χειρότερο από αυτούς, αλλά γιατί όσους και να δείρεις αφενός δεν μπορείς να τους δείρεις όλους, αφετέρου είναι τόσο ζώα που δεν καταλαβαίνουν ούτε από ξύλο. Το να τους σκοτώσουμε όλους θα ήταν μια καλή λύση αλλά τότε ναι, ίσως απλά πάρουμε τη θέση τους. Οπότε απλά εύχομαι να μην υπήρχαν. Αλλά από την άλλη εύχομαι να μην υπήρχε καπιταλισμός, να μην υπήρχαν πόλεμοι και δυστυχία στον πλανήτη, η βλακεία να μην ήταν ανίκητη, να υπήρχαν δράκοι και ξωτικά, να υπήρχε ένα δαχτυλίδι που να τους κυβερνάει όλους και να βλέπαμε κάθε μέρα τουλάχιστον δύο διαφορετικά ζευγάρια βυζιά όπως σε κάθε επεισόδιο του Game of Thrones...

Saturday, June 2, 2012

Λευκή οθόνη

Ηθελε να γράψει. Έπρεπε να γράψει! Δηλαδή όχι πως τον υποχρέωνε κανένας, εκτός από αυτή τη μικρή φωνούλα μες το μυαλό του. Αλλά δεν ήξερε τι. Κάτι τον ενοχλούσε. Πάντα κάτι τον ενοχλούσε τον τελευταίο καιρό. Πότε δεν είχε χρόνο...πότε έμπνευση. Πάντα έβρισκε κάτι πιο σημαντικό, κάτι πιο επείγον, που είχε να κάνει κι έτσι πάντα ανέβαλε το γράψιμο για μια άλλη φορα. Έσβησε τα φώτα, έβαλε μουσική, άναψε κεριά, έστριψε τσιγάρο, έβαλε κι ένα ποτό. Οι κατάλληλη ατμόσφαιρα κι οι κατάλληλες συνθήκες για γράψιμο. Λες και η ατμόσφαιρα έκανε καμία διαφορά. Λες κι αν οι συνθήκες ήταν οι κατάλληλες τότε αυτομάτως θα είχε κάτι να πει. "Τον κακό τον γαμιστή τον εμποδάν' οι τρίχες" σκέφτηκε. Μια παροιμία που του έλεγε από μικρός η γιαγιά του. Τώρα πια που είχε μεγαλώσει, καταλάβαινε πολύ καλά τι ήθελε να πει. "Αν δεν γαμάς καλά εσύ, τι σου φταίνε οι τρίχες;" 

Κάθισε πάνω από το πληκτρολόγιο και κοίταξε την άσπρη οθόνη, με τον μαύρο κέρσορα να αναβοσβήνει. "Και τώρα, τι γράφουμε; Πώς ξεκινάμε;". ¨Εγραψε μια πρόταση. Την έσβησε πριν την τελειώσει. Κι ύστερα κι άλλη, και έπειτα άλλη μία. Μα πως να γράψει, όταν δεν ξέρει για τι να γράψει και κυρίως ΓΙΑΤΙ να γράψει. Μπορούσε να γράψει για την επικαιρότητα. Εκλογές, ΣΥΡΙΖΑ για κυβέρνηση, φασίστες στη βουλή, ευρώ ή δραχμή. Δεν ήθελε. Ευκολή λύση. Ίσως και όχι. Ίσως δεν είχε κάτι επί της ουσίας να πει για αυτά τα θέματα. Θα μπορούσε βέβαια να κάνει αυτό που κάνει πάντα. Να καταπιαστεί με αυτά τα θέματα και εν μέσω σοβαρού κι αστείου να πει κανα δυο σωστές μαλακίες και τα υπόλοιπα ειρωνίες και χιουμοράκι τύπου Σεφερλή. Στην καλύτερη περίπτωση. Ναι αυτό ήταν το στυλ γραψίματος του, ήξερε πως δεν μπορούσε να το αλλάξει. Μάλλον δεν ήθελε να το αλλάξει. Αλλά αυτό ήταν και το μεγάλο του πρόβλημα. Δεν μπορούσε να υιοθετήσει ένα μόνο σοβαρό ή ένα μόνο αστείο στυλ γραψίματος. Γενικά του άρεσε να ακροβατεί ανάμεσα σε ασυμβίβαστες και αλληλοσυγκρουόμενες καταστάσεις. Όχι μόνο στο γράψιμο αλλά και στη ζωή του γενικότερα. Ποτέ δεν ήταν άθρωπος του άσπρου ή του μάυρου. Προτιμούσε τον χώρο ανάμεσα στα δύο. Όχι το γκρι. Για την ακρίβεια το γκρι το σιχαινόταν. Απλά πίστευε ότι η ζωή δεν είναι διακριτά χρώματα, άσπρο, μαύρο κτλ. αλλά ένα χρωματικό φάσμα. Ένα πεδίο όπου τα χρώματα αλληλοεπικαλύπτονταν και το να διακρίνεις το ένα από το άλλο ήταν κάτι το εξαιρετικά δύσκολο και τρομακτικό. Δεν υπήρχε και λόγος να το κάνεις άλλωστε. Έτσι πίστευε. Αλλά ο κόσμος, το κοινό του ας πούμε, ήθελε ξεκάθαρα πράγματα. Ξεκάθαρες σκέψεις, ξεκάθαρες θέσεις. Μνημόνιο ή καταγγελία; "Να φύγουν οι μετανάστες από τη χώρα ΜΟΥ" ή "είμαστε όλοι μετανάστες"; "Εσύ με ποιους είσαι; Με εμάς ή με τους άλλους;". Οπότε απέρριψε την ιδέα να ασχοληθεί με αυτά. Αλλώστε υπήρχαν τόσοι πολλοί εκεί έξω που και τα 'λέγαν καλύτερα, και πιο ενημερωμένοι ήταν, και πιο αποκρυσταλλωμένη άποψη είχαν. "Ας τα πουν αυτοί", σκέφτηκε. 

Το ποτό τελείωσε. Το τσιγάρο εδώ και ώρα. Η μουσική σταμάτησε να παίζει. Έβαλε κάτι πιο μελαγχολικό να παίζει. Ξαναγέμισε το ποτήρι. Άναψε άλλο ένα τσιγάρο. Η οθόνη ακόμα άσπρη, κενή, απειλητική. Του ήρθε μια ιδέα. Θα γραφε για τον εαυτό του, τα προβληματά του. Θα κανε την αυτο-ψυχανάλησή του μέσα από το γράψιμο. Θα έβγαζε για άλλη μια φόρα από μέσα του την "drama queen", όπως τον αποκαλούσε πειρακτικά κάποτε μια ψυχή. Αλλά ποιός ενδιαφέρεται να μάθει για τα σώψυχά του. Είναι παντελώς αδιάφορα για όλους εκτός από τον ίδιο. Άντε και κάναν-δυο ανθρώπους που τον ξέρουν προσωπικά. "Βαρετό" σκέφτηκε και κοίταξε τον κέρσορα που αναβόσβηνε μονότονα.

Έπρεπε να γράψει κάτι. Είχε να γράψει τόσο καιρό. Οι αναγνώστες του θα απογοητεύονταν. Όμως δεν έγραφε για τους άλλους, αλλά για τον εαυτό του. Ή μήπως όχι; Αυτό ήταν κάτι που έπρεπε να το ξεκαθαρίσει. Πρωτίστως μέσα του. Η πρώτη, εύκολη και αβίαστη απάντηση που έδινε στον εαυτό του ήταν ότι έγραφε για εκείνον και μόνο για εκείνον. Ήξερε όμως ότι δεν ήταν αλήθεια. Εντελώς αλήθεια εν πάσει περιπτώσει. Αλλιώς ποιός ο λόγος να δημοσιοποιεί και να εκθέτει τα γραπτά του. Όχι ότι περίμενε το χειροκρότημα, την επιβράβευση. Κάθε άλλο. Απλά πίστευε ότι είχε κάτι να πει και ήθελε να το μοιραστεί με τους υπόλοιπους. Όχι για να τους κάνει σοφότερους. Απλά για να δείξει ότι είναι κι αυτός εκεί, έχει άποψη, έχει φωνή. Κι αυτή η φωνή ήθέλε να ακουστεί. Κι αν υπήρχε έστω κι ένας άνθρωπος που θα την άκουγε και θα επηρεαζόταν έστω κι απειροελάχιστα από αυτή την φωνή, κατά τον οποιοδήποτε τρόπο, τότε θα ήταν ευτυχισμένος. Αν πάλι όχι, δεν τον πείραζε. "Δεν γίνεται να είμαστε όλοι Καζαντζάκηδες" σκέφτηκε. Κι ύστερα, ο Καζαντζάκης ήταν ένας κι ήταν ο Καζαντζάκης. Αυτός ήταν ο εαυτός του. Κι από την μία δεν είχε  ούτε το παραμικρό δικαίωμα να συγκρίνει τον εαυτό του με τον Καζαντζάκη, από την άλλη δε, ούτε και ήθελε αλλά ούτε και έπρεπε. "Σαν πολύ δεν ψωνίστηκα πάλι κι απόψε;" σκέφτηκε. Και η οθόνη παρέμενε κενή. 

Ήταν Παρασκευή βράδυ, κι αυτός αντί να είναι έξω με φίλους, καθόταν μπορστά σε μια άδεια οθόνη και προσπαθούσε μάταια να την γεμίσει. Κάποτε, με το που καθόταν πάνω από το πληκτρολόγιο άρχιζε να γράφει χωρίς σταματημό. Χωρίς να το κουράζει και να το πολυσκέφτεται. Οι λέξεις έβγαιναν από μέσα του σωριδόν και αυτός απλά τις έβαζε σε σειρά σχηματίζοντας προτάσεις ήδη στο μυαλό του πριν αυτές μαυρίσουν την οθόνη. Κάποτε ο κέρσορας έτρεχε να τον προλάβει. Τωρα τι διάλο είχε πάθει; "Πουτάνα έμπνευση, που γαμιέσαι πάλι; Γιατί αφήνεις την οθόνη μου λευκή;", σκέφτηκε. "Γάμα το, θα δω καμιά ταινία." είπε κι έκλεισε την οθόνη.