Thursday, February 14, 2013

Valentine Horror: Κλεμμένες Καρδιές



Ο Μιχάλης βγήκε από το μαγαζί εκσφενδονίζοντας το τσιγάρο στο πεζοδρόμιο με τα δυο του δάχτυλα. Πάντα ένιωθε λίγο πιο "μάγκας" όταν το έκανε αυτό και γι'αυτό κοιτούσε δεξιά κι αριστερά να δει αν τον παρακολουθεί κανείς. Μια γριούλα που περνούσε εκείνη την ώρα κρατώντας μια σακούλα με ψώνια από το σουπερμάρκετ, κοντοστάθηκε δύο βήματα πριν το σημείο που είχε προσγειωθεί το τσιγάρο και τον κοίταξε επιτιμητικά σαν να του λέει "εσείς οι νέοι..." κουνώνταςτο κεφάλι. Εκείνος κοκκίνησε και γύρισε αμέσως από την άλλη. Κατέβασε το στόρι του μαγαζιού με δύναμη, περισσότερη απ'ότι χρειαζόταν γιατί συνήθως κόλλαγε -όχι σήμερα όμως- με αποτέλεσμα να χτυπήσει το χέρι του στο μάρμαρο του σκαλοπατιού. "Γαμώ το σπίτι σου, μπουρδέλο!" φώναξε και η γριούλα που δεν είχε απομακρυνθεί πολύ, γύρισε και τον κοίταξε με το ίδιο επιτιμητικό βλέμμα. Αυτή τη φορά της χαμογέλασε, της είπε "Χρόνια πολλά!" κι έφυγε βιαστικά προς την αντίθετη κατεύθυνση χωρίς να γυρίσει πίσω. Είχε ραντεβού με τους φίλους του, "τα μπακούρια" στην γνωστή πάμπ, για μπύρες. Άλλη μια χρονιά που θα τιμούσαν την παράδοση. 

Ηταν 14 Φεβρουαρίου. Η γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου. Η μέρα των ερωτευμένων. Φυσικά ο Μιχάλης δεν πίστευε σε αυτές τις ανοησίες. Γιορτή των ερωτευμένων και μαλακίες. Γιορτή των ανθοπώληδων, των κοσμηματοπολών, των Τζάμπο και οποιουδήποτε τελος πάντων ήταν αρκετά πονηρός και αρκετά καταφερτζής ώστε να βάψει κάτι κόκκινο εκείνη τη μέρα και να το πουλήσει στους "αθεράπευτα ρομαντικούς". Ήταν μια "γιορτή" βιτρίνα, ή καλύτερα καθρέφτης, του άκρατου καπιταλισμού. Το πρόβλημα του όμως δεν ήταν αυτό. Δεν ήταν μόνο αυτό εν πάσει περιπτώσει. Κάποτε, όταν ήταν μικρότερος, πίστευε στην γιορτή των ερωτευμένων, την γιορτή που εξυμνούσε κι εξύψωνε τον έρωτα. Κι όχι με τον χαζορομαντικό τρόπο που το κάνουν οι περισσότεροι. Να πάρει ένα αρκουδάκι και ένα μπουκέτο λουλούδια στην καλή του, να την βγάλει έξω για φαγητό και ύστερα αχαλίνωτο σεξ, αλλά μην το παρακάνουμε κιόλας γιατί αύριο δουλεύουμε. Όχι, ο Μιχάλης πίστευε στην αληθινή και αναμφισβήτη, αγνή, καθαρή και ζωογόνα δύναμη του έρωτα. Πίστευε ότι ο έρωτας σε κάνει καλύτερο, σε κάνει να βλέπεις τον κόσμο καλύτερο. Ο έρωτας είναι το πιο όμορφο συναίσθημα που μπορεί να νιώσει κανείς. Και γι'αυτό οφείλουμε να του αφιερώσουμε μία μέρα το χρόνο. Μία μέρα που θα τον τιμάμε και θα τον γιορτάζουμε. Παρ' όλα τα κιτσαριά, τις κόκκινες καρδούλες και το εμπορικό πανηγύρι που στήνεται πίσω απ' ολα αυτά. Χαλάλι. Ο Μιχάλης πίστευε σε όλα αυτά. Κάποτε. Όχι όμως πια. Ας όψεται η καριόλα...


Μπήκε μές στην πάμπ κι έψαξε με το βλέμμα για τους φίλους του. Του είχαν στείλει μήνυμα ότι ήταν ήδη εκεί. Στο ίδιο μήνυμα τον είχαν προειδοποιήσει ότι εκεί βρισκόταν κι εκείνη η γλυκούλα η κοκκινομάλλα που του άρεσε. Η απάντηση του ήταν σύντομη και περιεκτική. "Σήμερα δεν έχει τέτοια.  Είναι παράδοση." Η περιβόητη παράδοση έλεγε ότι κάθε χρόνο, 14 φλεβάρη, αντί να βγαίνουν με τις κοπέλες τους για ρομαντικά δείπνα και ολονύχτιες σεξουαλικές συνεδρίες, μαζευόντουσαν οι τέσσερις τους στην γειτονική πάμπ και τσακιζόντουσαν στις μπύρες σαν να μην υπήρχε άυριο, πίνοντας στην υγεία της καριόλας. Το παράξενο της υπόθεσης βέβαια ήταν ότι εδώ και 7 χρόνια που είχε ξεκινήσει η παράδοση, για κάποιο περίεργο λόγο, κάποια διαβολική ίσως σύμπτωση, και οι τέσσερις ήταν ελεύθεροι την συγκεκριμμένη μέρα κάθε χρόνο. Μπορεί να είχαν σχέσεις με κοπέλες πριν ή μετά από αυτή την ημερομηνία, αλλά εδώ και 7 χρόνια, με ανατριχιαστική ακρίβεια, κανείς τους δεν είχε κοπέλα στην γιορτή του έρωτα. Εξ ού και "τα μπακούρια". Όταν τελικά τους εντόπισε, εκείνοι ύψωσαν τα χέρια τους τα οποία κρατούσαν από ένα ποτήρι βαρελίσια μπύρα το καθένα για να τον προϋπαντήσουν. Ο Μιχάλης, πέρασε πρώτα από το μπαρ και πήρε μια μπύρα για να συνοδεύσει τους συντρόφους του. 
-"Γιαννάκη, πες μου ότι είναι ακόμα στην πρώτη τουλάχιστον. Είναι πολλή ώρα εδώ οι αλήτες;" ρώτησε τον μπάρμαν, κι εκείνος απάντησε 
-"Μην ανησυχείς Μιχαλιό, τους προλαβαίνεις άνετα. Έτσι όπως κατεβάζεις εσύ την μπύρα, σαν νεροφίδα, μην ανησυχείς για τίποτα." και χαμογέλασε με ένα ειλικρινές και καλοσυνάτο χαμόγελο, το οποίο ανταπέδωσε αμέσως ο Μιχάλης. 
-"Ωραία, πάω να ξεκινήσω για να μην μείνω κι άλλο πίσω. Ωστόσο εσύ ετοίμαζε και τα σφηνάκια σιγά-σιγά, γιατί τους βλέπω αγριεμένους" του είπε καθώς έπιανε την μπύρα κι έκανε να φύγει. 
-"Έγινε! Πήγαινε κι έρχομαι με τα σφηνάκια" του απάντησε ο μπάρμαν και γύρισε από την άλλη μεριά ψάχνοντας ανάμεσα στα μπουκάλια. Προσπέρασε μερικά τραπέζια, μέχρι να φτάσει στους φίλους του, ένα εκ των οποίων ήταν κατηλλημένο από την Σοφία, την γλυκιά κοκκινομάλλα, και τις φίλες της και άθελά του κάρφωσε το βλέμμα του πάνω της. "Σιγά, θα σκοντάψεις!" του φώναξε ο φίλος του ο  Γιώργος που παρακολουθούσε την σκηνή, κάνoντάς τον να αισθανθεί άσχημα και να κοιτάξει αλλού, προλαβαίνοντας όμως για ένα σύντομο δευτερόλεπτο να πιάσει το απαστράπτων χαμόγελο της Σοφίας που ήταν όλο δικό του. "Α, ρε Σοφάκι...μην μου το κάνεις αυτό. Όχι σήμερα. Έχουμε μία παράδοση να τηρήσουμε. Όχι σήμερα ρε γαμώτο." σκέφτηκε την ώρα που έφτανε στο τραπέζι των φίλων του. Εκείνοι των υποδέχτηκαν με τα ποτήρια υψωμένα και εν μέσω ποτηριών που τσουγκρούσαν βίαια και μπύρας που χυνόταν πάνω στα χέρια τους, στο τραπέζι, παντού, φώναξαν και οι 4 εν χορώ: 
-"Στην υγειά της ΚΑΡΙΟΛΑΣ!". 
-"Και του χρόνου να ΄μαστε καλά, να 'μαστε μπακούρια και να πίνουμε την μπύρα μας μακριά από ερωτευμένες γκόμενες και λιγούρια." έκανε πρόποση ο Γιώργος και ήπιανε όλοι από μια γεναία ποσότητα μπύρας ο καθένας. 

To γεγόνος ότι κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, εδώ και εφτά χρόνια "τύχαινε" κανείς τους να μην έχει ταίρι, δεν τους είχε απασχολήσει ιδιαίτερα μέχρι σήμερα. Το θεωρούσαν όλοι τους περισσότερο σαν ευλογία παρά σαν κατάρα. Ένα παιχνίδι της τύχης που τους έδινε την δυνατότητα να απαλλαγούν από υποχρεώχεις όπως δείπνα, δώρα, λουλούδια και κόκκινα μπαλόνια. Αντίθετα μόνο ευχάριστο τους φαινόταν το ότι μπορούσαν να ξοδέυουν τα λεφτά που θα έδιναν για ηλίθια δώρα, ύπο άλλες συνθήκες, με τον μόνο τίμιο τρόπο που ήξεραν. Πίνοντας αλκόολ. Όλα είχαν ξεκινήσει 7 χρόνια πριν, όταν ανήμερα του Βαλεντίνου, η Κ. (όπου το Κ θα μπορούσε να βγαίνει το ίδιο εύκολα από το καριόλα όσο και από το πραγματικό της όνομα το Κάτια) ή αλλιώς "ακατανόμαστη", του είπε να τα τα χαλάσουνε μετά από 7 χρόνια σχέσης. Ή θα του είχε πει τέλος πάντων αν είχε προλάβει. Αλλά δεν πρόλαβε. Την πρόλαβε ο Μιχάλης να λέει "Σκίσε με καυλιάρη μου" σε έναν νταγλαρά που την καβαλούσε πάνω στο κρεβάτι της, όταν πήγε να της κάνει έκπληξη με δυο αγκαλιές κόκκινα τριαντάφυλλα στο σπίτι της, αρκετά νωρίτερα από το προκαθορισμένο ραντεβού τους εκείνο το βράδυ. Τέτοιος ήταν ο Μιχάλης. Αθεράπευτα ρομαντικός, παρορμητικός και ευαίσθητος. Ήταν ο τύπος του ανθρώπου που πίστευε στην μία και μοναδική αγάπη, στο άλλο μισό που λέμε και ήταν πάντα πρόθυμος να κάνει τέτοιες κινήσεις επίδειξης ροματισμού για την γυναίκα που αγαπούσε. Κάποτε, όμως όχι πια. Όχι μετά από αυτό. Μετά από αυτό, σταμάτησε να πιστεύει στον Άγιο Βαλεντίνο και στον έρωτα γενικότερα ενδεχομένως. 

Η Κ. ήταν η high school sweetheart του Μιχάλη, ή όπως θα έλεγαν και στο χωριό του, ο σχολικός και πρώτος του -φυσικά- έρωτας. Την είχε γνωρίσει στο γυμνάσιο, την είχε ερωτευτεί παράφορα, το ίδιο κι εκείνη σίγουρα -κανείς δεν μπορεί να το άρνηθει αυτό- και ήταν μαζί από τότε. Αλλά ενώ εκείνος, ορμώμενος ίσως από τις αμερικάνικες ταινίες που έβλεπε  ή από τον παράφορο ρομαντισμό του ή και τα δύο, πίστευε ότι θα ήταν μαζί για πάντα, θα παντρευτούν, θα κάνουν παιδιά και θα ζήσουνε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, η Κ. όπως όλες οι γυναίκες άλλωστε, ωρίμαζε όσο ο Μιχάλης έκανε αυτά τα παιδιάστικα όνειρα. Με αποτέλεσμα να συνειδητοποιήσει πολύ γρηγορότερα ότι δεν είναι δυνατόν να παντρευτεί τον πρώτο, τον ένα και μοναδικό έρωτα της. Η ζωή είναι πολύ μικρή για να την χαραμίσεις σε έναν άντρα. Κι έτσι είχε αποφασίσει να του πει να χωρίσουν εκείνο το βράδυ, κατα τη διάρκεια του δέιπνου σε εκείνο το πανάκριβο εστιατόρια στο οποίο είχε κάνει κράτηση για τους δυό τους ο Μιχάλης. Ίσως πάλι να περίμενε μέχρι το επιδόρπιο, ποτέ δεν θα μάθουμε. Γιατί καθώς είχε αρκετό χρόνο μπροστά της για να ετοιμαστεί για την βραδινή έξοδο με τον Μιχάλη και μιας και ήξερε πως πιθανότατα δεν θα έκανε σεξ μαζί του εκείνο το βράδυ, αποφάσισε να κορέσει την -ακόρεστη, η αλήθεια ήταν- επιθυμία της για σεξ με εκείνον τον ψηλό, τον μεταλά με τα μούσια και τα μακριά μαλλιά από τη σχολή της. Έτσι λοιπόν του είπε να περάσει από το σπίτι της, νωρίς το απογευματάκι για ένα γρήγορο...διάβασμα. Για να μην τα πολυλογούμε, ο Μιχάλης που με κάθε αγνή διάθεση και πρόθεση, είχε "δανειστεί" τα κλειδιά της Κ. και είχε φτιάξει αντικλείδια, με σκοπό να μπει μέσα στο σπίτι της, όταν εκείνη θα ετοιμαζόταν και να την στολίσει με λουλούδια από πάνω μέχρι κάτω σε μια ένδειξη του ακράτητου έρωτα του για εκείνη, τελικά την στόλισε με δύο αγκαλιές χριστούς και παναγίες και με ισάριθμα καντήλια και πήρε τηλέφωνο τους κολλητούς οι οποίοι ετοιμάζονταν κι εκείνοι για αντίστοιχα ρομαντικά δείπνα με τις κοπέλες τους. Μόνο ο Πάνος δεν είχε κοπέλα, αλλά ο Πάνος σπάνια είχε κοπέλα έτσι κι αλλιώς. Η καρδιά του Πάνου ήταν πολύ μεγάλη για να χωρέσει μόνο μία. Οι κολλητοί, αδερφοί θα έλεγε κανείς, παράτησαν γκόμενες σύξυλες (το ίδιο έκαναν κι αυτές φυσικά, με την πρώτη ευκαιρία) και πήγαν να συμπαρασταθούν στον φίλο τους, βοηθώντας τον να πνίξει τον πόνο στο αλκόολ. 

Η Κ., λοιπόν, έσπασε την καρδιά του Μιχάλη εκείνο το βράδυ, ή του την "έκλεψε" όπως του έλεγαν κοροϊδευτικά οι φίλοι του από τότε, υποννοόντας εν είδει μαύρου χιούμορ ότι του ξερίζωσε την καρδιά και την έβαλε σε ένα βαζάκι με φορμόλη, δηλαδή του την έκλεψε παρά τη θελησή του. Αλλά εκτός από αυτό η Κ. άθελα της βοήθησε να δημιουργηθεί μια παράδοση την οποία τηρούσαν ευλαβικά οι 4 φίλοι από τότε, με την βοήθεια της μοίρας φυσικά, η οποία τους έκλεινε συνομωτικά το μάτι κάθε χρόνο τέτοιες μέρες. Η συμφωνία, την οποία ήταν δύσκολο να θυμηθούν ποιος είχε πρωτοδιατυπώσει και γιατί, πήγαινε κάπως έτσι: 
"14 Φλεβάρη, ημέρα των ερωτευμένων εμείς οι 4 θα είμαστε πάντα εδω και θα τα πίνουμε. Ό,τι και να συμβαίνει στις ζωές μας, εμείς αυτή την μέρα δεν θα είμαστε με τις κοπέλες μας ή τις γυναίκες μας, αλλά θα έχουμε ο ένας τον άλλον κι όλοι μαζί την μπύρα. Αυτή θα είναι η μόνη γυναίκα που θα επιτρέπεται να μπει ανάμεσά μας. Όποιος σπάσει την παράδοση θα είναι καταραμένος. Για πάντα. Μέχρι να τελειώσει ο κόσμος ".
Κι αφού τσουγκρίσαν τα ποτήρια τους και ήπιαν -στην υγεία της καριόλας- τη μπύρα τους μονορούφι, κάποιος από τους 4 έριξε επιτόπου μια ρουκέτα και τα έκανε όλα πουτάνα, έτσι για να επισφραγιστεί η συμφωνία. 

Η αποψινή επέτειος όμως ήταν λίγο διαφορετική από τις άλλες. Ήταν τέσσερις άνδρες, κοντά στα 30, οι οποίοι για διαφορετικούς λόγους ο καθένας δεν μπορούσαν να στεριώσουν σε μια σχέση. Κι ενώ όλο αυτό ήταν διασκεδαστικό και επιθυμητό όλα αυτά τα χρόνια, δεν πέρασαν κι άσχημα άλλωστε, είχε αρχίσει να τους προκαλεί μια ανησυχία, αόριστη και σιωπηλή μεν, αλλά υπαρκτή σίγουρα. Κι όσο πλησίαζαν στην αποβάθρα για να επιβιβαστούν στο τραίνο των 30, η ανησυχία αυτή μεγάλωνε. Και γινόταν όλο και περισσότερο απτή και ορατή ανάμεσα στα μέλη της παρέας, ασχέτως αν κανείς τους δεν το παραδεχόταν ανοιχτά. Έτσι την νύξη έκανε πρώτος ο Πάνος, του οποίου ήταν έτσι κι αλλιώς το στοιχείο του αυτό: 
-"Δεν φωνάζουμε τα κορίτσια να πιούνε μαζί μας; Να καυλαντίσουμε λίγο, να σαλιαρίσει κι ο Μιχαλάκης με την Σοφούλα που την ζαχαρώνει τόσο καιρό, να κάνουμε κατάσταση ρε παιδί μου;". 
-"Ρε είσαι τρελός;" του φώναξε ο Στρατής, "θες να σπάσουμε την παράδοση και να ενεργοποιηθεί η κατάρα και να 'χουμε άλλα;". Παρ'όλα αυτά ο Πάνος συνέχισε ακάθεκτος: 
-"Ρε φίλε, η συμφωνία λέει πως δεν πρέπει να γιορτάζουμε με τις κοπέλες μας ή τις γυναίκες μας τον Βαλεντίνο. Εμείς ούτε Βαλεντίνο θα γιορτάσουμε ούτε τα κορίτσια είναι κοπέλες μας. Και σίγουρα δεν είναι γυναίκες μας. Εμείς απλά θα καυλαντίσουμε με 4 μουνάκια που βρήκαμε στο μπαρ. Και τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, αυτό θα έπρεπε να κάνουμε από την αρχή κι όχι να καθόμαστε τόσα χρόνια να τα πίνουμε μόνοι μας σαν τους μαλάκες". 
Η αποστομωτική απάντηση του συν το γεγονός ότι με το που τελείωσε την προτασή του, είχε ήδη σηκωθεί από την καρέκλα του και κατευθυνόταν προς το τραπέζι των κοριτσιών, δεν άφησε περιθώρια αντίδρασης σε κανέναν από τους υπόλοιπους. Όχι ότι θα υπήρχαν έτσι κι αλλιώς σοβαρές αντιρρήσεις.

Τα κορίτσια ήρθαν στο τραπέζι των αγοριών χωρίς πολύ δυσκολία, τα σφηνάκια κοι οι μπύρες επίσης, οπότε το για πότε ακριβώς άρχισε να παρεκτρέπεται η κατάσταση δεν είναι ξεκάθαρο. Το μόνο ξεκάθαρο και σίγουρο ήταν ότι κάποια στιγμή, εν μέσω χάχανων και πειραγμάτων ο Μιχάλης και η Σοφία βρέθηκαν να κοιτάζουν σαν τους χαζούς, χωρίς να μιλάνε, ο ένας μεσα στα μάτια του αλλου. Και τότε ήταν που το ένιωσε. Αυτο το συναίσθημα. Αυτό που νιώθεις όταν είσαι φερ'ειπείν ξαπλωμένος ανάμεσα στους φίλους σου σε μια παραλία, το καλοκαιράκι. Όχι οποιουσδήποτε φίλους, τους κολλητούς. Τους αδερφούς σου. Και όταν για μια στιγμή δεν μιλάει κανέις, εσύ κοιτάς τ'αστέρια. Και κλείνεις τα μάτια και μιλάς με τον εαυτό σου. Και σε ακούς, σε βλέπεις καθαρά. Και σου μιλάς και λες, πως αυτό το συναίσθημα που νιώθεις εκείνη την στιγμή, είναι αυτή η αίσθηση πληρότητας, αυτή η αποδόμηση του εαυτού σου σε μικρά κομματάκια ύλης και η ταυτόχρονη ενοποίησή τους με την ύλη των πάντων, με το όλο σύμπαν, που σε κάνει να νιώθεις την αποδοχή του όλου σύμπαντος μέσα σου και την αμφότερη αποδοχή του "είναι" σου από το όλο σύμπαν. Αυτή η ανέκφραστη πλην στιγμιαία συνειδητοποίηση της απόλυτης ευτυχίας που σου προσφέρει την αίσθηση της ελευθερίας. Της κατάκτησης της ελευθερίας πέρα και πάνω από κάθε δεσμό, ακριβώς επειδή ξέρεις ότι δεν υπάρχουν δεσμά που να μπορούν να σε κρατήσουν. Και που μπορείς να την κρατήσεις μες στα χέρια σου μόνο για σύντομη στιγμή, ένα απειροελάχιστο κλάσμα του χωροχρόνου, κι ύστερα λιώνει σαν νιφάδα χιονιού και χάνεται, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Αυτό το συναίσθημα, που σε κάνει να νιώθεις άτρωτος κι ασφαλής και να αντιμετωπίζεις τα πάντα με μια προκλητική αδιαφορία. Που σε κάνει να νιώθεις πως τα έχεις όλα και δεν χρειάζεσαι τίποτα άλλο. Ποτε πια. Και που θες να κρατήσει για πάντα. Για μια ζωή κι ένα δευτερόλεπτο. Αυτό το συναίσθημα, λοιπόν, πολλαπλασιασμένο επί 100, ίσως και 1000, ένιωθε ο Μιχάλης όταν κοιτούσε μεσα στα μάτια της Σοφίας. Υποθέτουμε ότι το ίδιο ένιωθε και η Σοφία αλλά δεν μπορούμε να είμαστε και απόλυτοι. Ήταν πάντως αυτό που αποκαλεί ο πολύς ο κόσμος: "κεραυνοβόλος έρωτας". Ο ορισμός του ίσως. 



Χωρίς ιδιαίτερη έκπληξη και δυσκολία μπορεί να φανταστεί κανείς λοιπόν, ότι η επόμενη σκηνή της αφήγησης, μας βρίσκει στο σπίτι του Μιχάλη και πιο συγκεκριμένα στην κρεβατοκάμαρα. Εκεί ήταν που ο Μιχάλης άρχισε με έκπληξη να ανακαλύπτει ότι η Σοφία ήταν κάτι παραπάνω από το γλυκό κι αθώο κοριτσάκι με το οποίο έμοιαζε. Πολύ παραπάνω. Είχε κρυφά χαρίσματα. Πιο συγκεκριμενα, ο Μιχάλης βρισκόταν δεμένος χειροπόδαρα στα κάγκελα του κρεβατιού, φιμωμένος με το στρινγκάκι της και με ένα μαντήλι δεμένο γύρω από τα μάτια του. Εκείνη τη στιγμή, η Σοφία που είχε εξαφανιστεί για μερικά λεπτά, επέστρεψε κρατώντας στα χέρια της ένα κοφτερό μαχαίρι κι έναν αναπτήρα. Ο Μιχάλης, που είχε βυθιστεί στις σκέψεις του όση ώρα περίμενε, χωρίς να έχει ιδιαίτερες εναλλάκτικές έτσι κι αλλιως, την επιστροφή της, από την μία δεν μπορούσε να πιστέψει την τύχη του, από την άλλη όμως είχε αρχισει να ανησυχεί για το αν η Σοφούλα έστεκε με τα καλά της ή αν ήταν κλινική περίπτωση και έπασχε από νυμφομανία ή κάτι χειρότερο ακόμα, του οποίου το όνομα δεν μπορούσε να ξέρει καθ'ότι οι γνώσεις του περί ψυχιατρικής ήταν ελλιπείς, ήταν όμως σίγουρος ότι υπήρχε. Αυτό το αίσθημα φόβου κι αβεβαιότητας πάντως, έκανε τα πράγματα να δουλεύουν ρολόι, ακόμα και μετά από 3 ώρες και 2 κουτάκια προφυλακτικά, κι αυτό ήταν κάτι που τον ανησυχούσε εξίσου. Όταν όμως ένιωσε την πυρρωμένη λάμα του μαχαιριού πάνω στο δέρμα του, τα είδε όλα. Τον έλουσε κρύος ιδρώτας και τότε για πρώτη φορά ίσως στη ζωή του, ένιωσε σαν πρωταγωνιστής σε φτηνό θρίλερ. Ουτε καν πρωταγωνιστής. Ένιωσε σαν αυτούς τους ημιάγνωστους κομπάρσους που πεθαίνουν στα πρώτα λεπτά της ταινίας. Αμέσως φώναξε, τινάχτηκε και προσπάθησε να απελευθερωθεί. Η Σοφούλα, άτεγκτη και αγέρωχη έτσι όπως ήταν καβαλημένη πάνω του, άρχισε να του σφίγγει το πρόσωπο και να του μιλάει με λάγνα φωνή λέγοντάς του ότι αν θέλει να ελευθερωθεί, πρέπει να πει την προκαθορισμένη λέξη ασφαλείας, που είχαν ορίσει ώρες πριν, λίγο πριν αρχίσουν οι "εχθροπραξιές". Ο Μιχάλης, ο οποίος δεν ήταν κάνας φλώρος, φυσιολογικά δεν θα έπρεπε να είχε ενδώσει τόσο εύκολα. Αλλά ένεκα του ότι είχε αρχίσει στα αλήθεια να πιστεύει ότι η φαινομενικά αθώα και μικρή Σοφούλα, μπορεί και να ήταν στα αλήθεια ο ψυχοπαθής δολοφόνος με το πριόνι -ή το άλλο του μισό-, είπε την λέξη χωρίς δεύτερη σκέψη. Η Σοφία τότε χαλάρωσε την λαβή της, κατέβηκε απο πάνω του κι άρχισε να του λύνει τα χέρια. 
-"Μωρό μου είσαι καλά; Σε πόνεσα; Σε ξενέρωσα; Συγνώμη δεν το ήθελα, νόμιζα ότι σου αρέσουν αυτά. Έτσι δεν μου είπες;" άρχισε να λέει, αλλά ο Μιχάλης την διέκοψε.
-"Ναι μια χαρά, είμαι. Φυσικά και μου αρέσουν αυτά. Αφού σου είπα, είμαι ανώμαλος. Απλά ένιωσα λίγο άβολα με αυτό το...τι είναι αυτό; Μαχαίρι;" είπε με τα μάτια διάπλα ανοιχτά, δείχνοντας την κοφτερή λάμα. 
- "Ναι, γιατί; Φοβάσαι;"
- "Όχι απλα...δεν μου 'χει ξανατύχει"
- "Γενικά νομίζω δεν σου 'χει ξανατύχει γυναίκα σαν κι εμένα" είπε και του έκλεισε ναζιάρικα το μάτι καθώς έπιασε το μαχαίρι στα χέρια της κι άρχισε να το σέρνει πάνω στο στήθος του με την κόψη. Όταν έφτασε στον λαιμό του, σταμάτησε και πίεσε την μύτη του λίγο παραπάνω. Όχι πολύ, αλλά αρκετά ώστε να τρέξει λίγο αίμα από τον λαιμό του, σαν να είχε κοπεί στο ξύρισμα. Τότε χωρίς να πάρει το βλέμμα της από τα μάτια του, άπλωσε το ελεύθερο χέρι της προς τα κάτω, ψάχνοντας, εξερευνώντας με την αφή της το κορμί του, ώσπου έφτασε στο πέος του, το οποίο βρικόταν ακόμα, παραδόξως, σε πλήρη στύση. 
"Απ'οτι βλέπω δεν σε χαλάει κιόλας..." παρατήρησε η Σοφία και συνέχισε να πιέζει το μαχαίρι στον λαιμό του. 

Εκείνη την ώρα, διάφορες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του Μιχάλη με πρώτη και κύρια, ότι υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο να πεθάνει αυτό το βράδυ. Κάτι που όμως δεν τον ενοχλούσε γιατί η αμέσως επόμενη σκέψη του ήταν ότι η Σοφούλα ήταν μάλλον η γυναίκα της ζωής του. Ήταν "αυτή", η μία που έψαχνε σε όλη του τη ζωή, το άλλο του μισό. Λίγο επιπόλαιο και βιαστικό να κάνει τέτοιες σκέψεις, ύστερα από μια τόσο σύντομη γνωριμία, αλλά όπως πάντα έλεγε στον εαυτό του, όταν θα την έβρισκε, θα ήξερε. Θα το καταλάβαινε. Και τώρα ήξερε. Πέραν πάσης αμφιβολίας η Σοφία ήταν "αυτή". Οπότε ακόμα κι αν τον σκότωνε απόψε, δεν θα τον ένοιαζε, γιατί επιτέλους την είχε βρει και θα πέθαινε στα χέρια της. Δεν μπορούσε να είχε φανταστεί και να είχε παραγγείλει για τον εαυτό του καλύτερο θάνατο από αυτόν. Η τρίτη, όμως, σκέψη που έκανε ήταν και η πιο στενάχωρη. Συνειδητοποίησε με απογοήτευση και ψήγματα θυμού, ότι ακόμα δεν είχε ολοκληρώσει την αποστολή του. Είχε ακόμα μία καρδιά να "κλέψει". Και δυστυχώς, αυτή η καρδιά έπρεπε να κλαπεί απόψε. Δεν μπορούσε να το ρισκάρει. 

Με μια γρήγορη κίνηση, ο Μιχάλης άρπαξε το μαχαίρι από τα χέρια της Σοφίας και το πέταξε στο πάτωμα, ενώ ταυτόχρονα την γύρισε ανάσκελα και ανέβηκε πάνω της. Καθώς έμπαινε μέσα της, τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό της κι άρχισε να την πνίγει. Κάτι που είχε κάνει και νωρίτερα και το οποίο είχε τύχει θερμότατης υποδοχής από την Σοφία. Τα χέρια του σφίχτηκαν ακόμα πιο βίαια και δυνατά γύρω από τον λαιμό της. Εκείνη φάνηκε να δυσανασχετεί αλλά δεν είπε τίποτα, ενώ ο ρυθμός του καθώς μπαινόβγαινε μέσα της είχε γίνει πιο βίαιος κι αυτός. Οι φλέβες του λαιμού της είχαν αρχίσει να πετάγονται και τώρα προσπαθούσε μάταια να ξεφύγει από την λαβή του και να ψελλίσει την λέξη ασφαλείας. Όχι ότι αυτό θα της εξασφάλιζε την σωτηρία φυσικά. Τότε πλησίασε το πρόσωπο του στο αυτί της και της ψιθύρισε:
"Συγνώμη αγάπη μου. Είσαι εσύ. Αλήθεια είσαι εσύ. Σε βρήκα. Αλλά πρέπει να σε σκοτώσω. Συγνώμη."
Δύο δάκρια έσταξαν πάνω στο πρόσωπο της, καθώς άφηνε την τελευταία της πνοή μέσα στα χέρια του, την στιγμή της αποκορύφωσης του οργασμού του.

Το γυμνό και γεμάτο αίματα κορμί της Σοφίας, κείτονταν άψυχο πάνω σε ένα αυτοσχέδιο ξύλινο τραπέζι. Κάτι ανάμεσα σε χειρουργικό κρεβάτι και πάγκο σφαγέα. Το τραπέζι φωτιζόταν από έναν προβολέα που κρεμόταν από τον ταβάνι και βρισκόταν στο κατά τ'άλλα ημιφωτισμένο υπόγειο του σπιτιού του Μιχάλη. Εκείνος μόλις είχε τελειώσει την "επέμβαση" κι ετοιμαζόταν να ολοκληρώσει το έργο του. Πήρε ένα μεγάλο βάζο σχεδόν γεμάτο με ένα άχρωμο υγρό και τοποθέτησε μέσα μια καρδιά. Την καρδιά της Σοφίας. Με ένα μαρκαδόρο έγραψε πάνω στο άσπρο καπάκι του βάζου ένα ευανάγνωστο "7" και σιγουρεύτηκε ότι το είχε κλείσει καλά. Ύστερα, με αργά και αποφασιστικά βήματα κατευθύνθηκε προς τον απέναντι τοίχο και σταμάτησε μπροστά από ένα μεγάλο ράφι. Πάνω στο ράφι υπήρχαν άλλα έξι παρόμοια βάζα στη σειρά, γεμάτα με το ίδιο υγρό, το οποίο ήταν προφανώς φορμόλη, ενώ μεσα στο υγρό του κάθε βάζου, έπλεε αδρανής κι από μία καρδιά. Τοποθέτησε το καινούργιο βάζο, το βάζο με το νούμερο "7" δίπλα στα υπόλοιπα. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε αίφνης στο προσωπό του. Επιτέλους, σκέφτηκε, ήταν ελεύθερος, απαλλαγμένος από την τρομερή κατάρα. Και αυτός και οι 3 καλύτεροι του φίλοι. Εφτά χρόνια περίμενε για αυτήν τη στιγμή. Όσα και τα χρόνια που ήταν μαζί με την Κ. Αυτή που του είχε ξεριζώσει και "κλεψει" την καρδιά του και που του είχε στερήσει την δυνατότητα να εμπιστεύεται και να ερωτεύεται τις γυναίκες. Εφτά χρόνια χωρίς ταίρι στη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου. Εφτά ματωμένες επέτιοι της σιχαμερής αυτής γιορτής. Εφτά γυναίκες που πέθαναν πρόωρα και με βίαιο τρόπο ανήμερα της γιορτής των ερωτευμένων. Εφτά νεανικά γυναικεία κορμία που "τσαλάκωσε" και βεβήλωσε με τα ίδια του τα χέρια. Εφτά κλεμμένες γυναικείες καρδιές που έπρεπε να δωθούν θυσία για να σπάσει η κατάρα που τον κυνηγούσε. Κι όλα αυτά ώστε να μπορεί να ερωτευτεί ξανά, να ζήσει σαν άνθρωπος, να αγαπήσει. Να φτάσει στον προορισμό του: να βρει την γυναίκα της ζωής του. Εκτός κι αν την είχε σκοτώσει στην πορεία...


2 comments:

  1. μααααλάαααακα!!!
    γάμησες λέμε!!

    ReplyDelete
    Replies
    1. Θενξ μπρο. Εγώ εννοούσα να διαβάσεις το άλλο που έγραψα στα φαγωμένα χαρτάκια, αλλά χαίρομαι που σ'αρεσε αυτο

      Delete