Thursday, March 7, 2013

Το κόκκινο ποδήλατο

Δυό λόγια μόνο πριν ξεκινήσει η ταινία: Αν και το ξέρω ότι τέτοια κείμενα πάνε άκλαφτα συνήθως, θέλω να πω δεν παρεξηγούμαι, εδώ λέω σε δικούς μου ανθρώπους να τα διαβάσουν και βαριούνται, παρ' όλα αυτά για τους λίγους αυτούς που τα διαβάζουν, άλλαξα την γραμματοσειρά γιατί υπήρξαν πολλά παράπονα και απειλές για μηνύσεις, αξίωση αποζημιώσεων για έξοδα οφθαλμίατρου, ψυχικές οδύνες κτλ. Όχι ότι μασάω εγώ από κάτι τέτοια, αλλά είμαι πονόψυχος, πως να το κάνουμε και νοιάζομαι για τα ματάκια σας. Όσο για το μαύρο φόντο, παιδιά, σοβαρευτείτε λίγο. Το μαύρο φόντο είναι το καταλληλότερο για να διαβάζετε βράδυ. Ποιός σας είπε να διαβάζετε τα κείμενα μου μέρα μεσημέρι; Βράδυ τα γράφω, βράδυ θα τα διαβάζετε κι εσείς. Ορίστε μας! Καλή διασκέδαση.

Κόκκινο. Το χρώμα του αίματος. Του υγρού που κυλάει στις φλέβες μας μεταφέροντας την ζωή σε όλα τα σημεία του κορμιού μας. Από κύτταρο σε κύτταρο. Αίμα. Το σπρώχνει βίαια και ασταμάτητα η καρδιά. Η μεγάλη αυτή αντλία που χτυπάει χωρίς σταματημό. Ακούω την δικιά μου να χτυπάει πιο γρήγορα. Πιο δυνατά. Σαν να θέλει να αποσχιστεί από το υπόλοιπο κορμί μου και να αρχίσει χορεύει έξω στο δρόμο, μόνη της, το χορό του αίματος. Κόκκινο το αίμα, σαν το ποδήλατο. Τώρα θυμάμαι το ποδήλατο. Κόκκινο όπως το  χρώμα του κινδύνου. Το χρώμα του φωτεινού σηματοδότη. Τώρα αρχίζω και θυμάμαι περισσότερα. Το κόκκινο φανάρι, στο οποίο έπρεπε να σταματήσω. Σταμάτησα άραγε; Και ύστερα αυτά τα μάτια. Τα μελιά. Πέρασαν από μπροστά μου μόνο για μια στιγμή. Μου φάνηκαν αιώνες. Και με κοίταξαν με μια θλιμμένη ηρεμία, σαν θάλασσες από μέλι λίγο πριν την καταιγίδα. Και πάνω τους χιλιάδες θαλασσοπούλια έκρωξαν με μια φωνή κι ύστερα σκόρπισαν με μιας σαν κάτι να τα τρόμαξε. Εγώ τα τρόμαξα άραγε;


Άνοιξα σιγά σιγά τα μάτια μου. Το άσπρο φως της τεχνητής λάμπας με τύφλωσε. Μου πήρε λίγη ώρα να συνηθίσω. Που ήμουν άραγε; Το μόνο που ήξερα ήταν ότι πονούσα. Πονούσε το κεφάλι μου. Όλο μου το κορμί. Κοίταξα γύρω μου. Προσπάθησα να καταλάβω τι συμβαίνει, που βρίσκομαι. Τα οπτικά ερεθίσματα χτυπούσαν με μανία τις πόρτες του μυαλού μου, όμως αυτό αρνούταν πεισματικά να τους ανοίξει για να τα επεξεργαστεί. Δεν πρέπει να είχε ξυπνήσει ακόμα για τα καλά. Ταρακούνησα το κεφάλι μου μπας και το βοηθήσω. Λάθος σκέψη. Τα μηνίγγια μου σφυροκόπησαν ανελέητα, σχεδόν άκουσα τον πόνο.
-"Τι κάνεις εκεί; Γιατί κοπανιέσαι; Μην κουνιέσαι καλέ!" άκουσα μια αυστηρή γυναικεία φωνή στα δεξιά μου. Γύρισα αργά και την κοίταξα. Φορούσε άσπρη ρόμπα. Ο εγκέφαλος μου αρχίζε σιγά σιγά να ξυπνάει. Αρχίσε να επεξεργάζεται τις πληροφορίες. Η γυναίκα που μου μίλησε φορούσε άσπρα κι εγώ ήμουν ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι. Nοσοκομείου απ’ό,τι φαινόταν. Άρα ήταν νοσοκόμα. Άνοιξα το στόμα μου κι αρχίσα να κουνάω τα χείλη και τη γλώσσα μου ενώ έστρεψα τα μάτια μου ώστε να συναντήσουν τα δικά της.
"-Τι…τι έχει γίνει; Γιατί είμαι εδώ;" κατάφερα να ψελλίσω.
Εκείνη, αφού μου χάρισε ένα ατέλειωτο βλέμμα δυσπιστίας και αποδοκιμασίας, αποφασίσε να μου μιλήσει γλυκαίνοντας παράλληλα το πρόσωπο της. Φαίνεται θυμήθηκε πως η δουλειά της ήταν να φροντίζει τους αρρώστους κι όχι να τους μαλώνει.
-"Ηρέμησε. Είχες ένα ατύχημα πριν λίγες ώρες. Παρ' ολίγον δυστύχημα, δηλαδή αλλά τέλος πάντων...".
Η αποδοκιμασία ξαναγύρισε στιγμιαία από κει που την είχε στείλει.
-"Πάλι καλά που δεν έσπασες την ξεροκεφάλα σου. Την ζώνη τα αμάξια δεν την έχουνε για ομορφιά, ξέρεις".
Είχα αρχίσει να την συμπαθώ.
"Τέλος πάντων σημασία έχει ότι είστε και οι δύο ζωντανοί. Τις λεπτομέρειες θα στις πουν οι δικοί σου αργότερα. Τώρα πρέπει να ηρεμήσεις και να ξεκουραστείς.".
Η καλοσύνη στο βλέμμα της είχε επιστρέψει θριαμβευτικά. Ήμουν σίγουρος ότι κατά βάθος με είχε συμπαθήσει κι εκείνη. Φαινόταν από τη στοργικότητα με την οποία ήταν ποτισμένες όλες οι κινήσεις της. Και σε αυτό ακριβώς το γεγονός στηρίχτηκα. Πήρα το πιο θλιμμένο ύφος που μπορούσα και την κοίταξα βαθιά μες τα μάτια.
-"Σε παρακαλώ, πες μου τι ακριβώς έχει γίνει. Οι γονείς μου ζούνε σε άλλη πόλη και δεν ξέρω καν αν γνωρίζουνε για την κατάσταση μου. Επίσης είπες 'και οι δύο ζωντανοί'. Τι εννοείς; Έχει τραυματιστεί κι άλλος;" Αυτό ήταν, είχα χτυπήσει την ευαίσθητη χορδή της.
-"Αχ αχ, τι να σε κάνω κακομοίρη μου; Τέλος πάντων, θα στα πω γρήγορα όμως γιατί έχω να δω άλλους δέκα ασθενείς σε αυτή τη γύρα κι έχω ήδη καθυστερήσει για να περιποιηθώ τη μοσχαροκεφαλή σου. Λοιπόν, πριν τρεις ώρες περίπου είχες ένα ατύχημα ενώ οδηγούσες. Οι αστυνομικοί που συνόδευαν το ασθενοφόρο είπαν ότι παραβίασες ένα κόκκινο φανάρι και χτύπησες μια κοπέλα που περνούσε τη διάβαση με ένα ποδήλατο."
Εικόνες άρχισαν να πλημμυρίζουν το μυαλό μου. Το φανάρι. Ήταν κόκκινο. Και το ποδήλατο στα αριστερά μου. Κόκκινο κι αυτό. Ερχόταν με φόρα. Κι η κοπέλα. Εκσφενδονίστηκε σαν το ποδήλατο να ήταν καταπέλτης και πέρασε από μπροστά μου ενώ με κοίταξε. Αυτά τα μάτια...
-"Η κοπέλα; Είναι σοβαρά; Έχει χτυπήσει πολύ άσχημα;" είπα με μια έκδηλη ανησυχία.
-"Η κοπέλα σίγουρα δείχνει πολύ χειρότερα απ' ότι εσύ. Η κατάσταση της είναι σταθερή όμως και οι γιατροί είναι πολύ αισιόδοξοι. Είχε μια μικρή εσωτερική αιμορραγία αλλά το χειρουργείο ήταν επιτυχημένο. Εκτός από αυτό, δυο-τρία σπασμένα πλευρά και αρκετοί μώλωπες, αλλά θα ζήσει. Τώρα την έχουμε σε τεχνητή καταστολή στην εντατική για να συνέλθει ο οργανισμός της από το σοκ. Τυχερός είσαι κακομοίρη μου! Σκέψου να είχε γίνει το μοιραίο. Τώρα θα είχες το ένα σου χέρι δεμένο στο κάγκελο του κρεβατιού με χειροπέδες. Α, και μόλις θυμήθηκα! Απ' έξω είναι ένας αστυνομικός για να σου πάρει κατάθεση.  Μιας και ξύπνησες και απ ότι βλέπω κελαηδάς μια χαρά θα στον στείλω, να τελειώνουμε και μ' αυτό να σηκωθεί να φύγει από δω μέσα."
-"Ούτε εγώ τους αντέχω" της είπα με νόημα αλλά το προσπέρασε.
-"Θα περάσω σε δύο ωρίτσες πάλι να αλλάξω τον επίδεσμο σου και να σε ελέγξω. Μην πας πουθενά..." μου είπε χαμογελώντας κι έκανε να φύγει.
Την έπιασα από το χέρι κάπως απότομα.
-"Θέλω να την δω. Την κοπέλα. Νιώθω απαίσια γι' αυτό που έγινε και το λιγότερο που μπορώ να κάνω είναι να σταθώ δίπλα της και να της κρατήσω το χέρι". Φάνηκε στο βλέμμα της ότι πήγε να αρνηθεί όμως το ξανασκέφτηκε, αν και δεν είχε πειστεί ακόμα. "Σε παρακαλώ πολύ. Θέλω να τη δω." ξαναείπα.
Κάτι στον τόνο της φωνής μου και την αποφασιστικότητα του βλέμματος μου φαίνεται πως δεν της άφησε και πολλά περιθώρια.
-"Εντάξει θα δω τι μπορώ να κάνω. Άσε με όμως τώρα να πάω στη δουλειά μου και θα τα πούμε όταν ξαναπεράσω."
-"Ευχαριστώ. Είσαι πολύ καλή" της είπα και της έσφιξα το χέρι. Καθώς έφευγε την άκουσα να φωνάζει τον αστυνομικό και όταν έκλεισε η πόρτα έκλεισα κι εγώ τα μάτια μου προσπαθώντας να συγκεντρωθώ και να θυμηθώ όλες τις λεπτομέρειες του συμβάντος.
Η κατάθεση δεν κράτησε πολύ ώρα. Ο αστυνομικός ήταν αρκετά ευγενικός και δεν ήθελε να με κουράσει. Εγώ απ' τη μεριά μου του είπα ό,τι μπορούσα να θυμηθώ μιας και τα γεγονότα ήταν ακόμα συγκεχυμένα μες το κεφάλι μου ενώ είχα σίγουρα κάποια κενά όσον αφορά την ακριβή ροή των γεγονότων. Τα κενά αυτά συμπληρώθηκαν σε κάποιο βαθμό από την εξιστόρηση των καταθέσεων κάποιον αυτοπτών μαρτύρων.  Αυτό που είχε γίνει τελικά ήταν το εξής: Κατευθυνόμουν με το αυτοκίνητο μου προς το φανάρι, το οποίο ήταν κόκκινο αλλά λόγο αφηρημάδας δεν το πρόσεξα παρά μόνο την τελευταία στιγμή οπότε και πάτησα φρένο πολύ απότομα διαπιστώνοντας με πολύ οδυνηρό τρόπο ότι ο πρώτος νόμος του Νεύτωνα λειτουργεί ακόμα. Εξ' αιτίας της απότομης επιβράδυνσης και καθώς δεν φορούσα ζώνη, το κεφάλι μου βρέθηκε σε ένα τρυφερό ενσταντανέ με την εσωτερική επιφάνεια του παρμπρίζ το οποίο άφησε τα σημάδια του και στους δυο μας. Μια γενναία ραγισματιά στο παρ-μπριζ και μια εξίσου γενναία χαρακιά στο μέτωπο μου από την οποία άρχισε αμέσως να τρέχει αίμα. Ωστόσο δεν κατάφερα να σταματήσω πριν το φανάρι, αλλά έφτασα ως την διάβαση. Για ελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου χαμογέλασα με την τύχη μου που δεν περνούσε κάποιος πεζός εκείνη την ώρα. Και τότε με την περιφερειακή μου όραση αντιλήφθηκα κάτι να έρχεται κατά πάνω μου με μεγάλη ταχύτητα από τα αριστερά. Γυρνάω και αντικρίζω την κοπέλα πάνω στο κόκκινο ποδήλατο να κατεβαίνει την κατηφόρα ανήμπορη να σταματήσει. Ελάχιστες στιγμές μετά προσέκρουε στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου μου και εκτιναζόταν ατσαλα μπροστά από το παρ-μπριζ. Ήταν σαν να το έβλεπα σε αργή κίνηση. ‘Εβλεπα την αγωνία και την απόγνωση στο πρόσωπο της, τον φόβο στα μάτια της. Τα μελιά της μάτια. Και αυτό είναι και το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι πριν κατεβάσει τις ασφάλειες ο εγκέφαλος.
Τις ώρες που ακολούθησαν την επίσκεψη/ανάκριση του συμπαθή –αν εξαιρέσεις τον επαγγελματικό του προσανατολισμό- αστυνομικού, το μυαλό μου πηγαινοερχόταν από την επαγρύπνηση στην ύπνωση σαν μπαλάκι σε παρτίδα πινγκ-πονγκ. Ώσπου ήρθε τελικά η αγαπητή νοσοκόμα.
-"Άιντε ξύπνα!" μου είπε με σιγανή αλλά απότομη φωνή, "δεν έχουμε πολλή ώρα".
-"Πολλή ώρα για ποιο πράγμα;" τη ρώτησα.
-"Θές να την δεις, ναι ή όχι;" μου πέταξε βιαστικά. "Είμαστε μόνο δύο που έχουμε βάρδια στην πτέρυγα αυτήν την ώρα και ή άλλη έχει πάει για καφέ και τσιγάρο. Θα κάνει κάνα τέταρτο να γυρίσει. Αν δεν θέλουμε να μας πάρει κανείς χαμπάρι –που δεν θέλουμε- κι ιδιαίτερα εγώ γιατί θα έχω μπλεξίματα, πρέπει να βιαστείς. Αλλιώς άστο. Μπήκες;". Φυσικά και είχα «μπει» και της έκλεισα συνωμοτικά το μάτι, ενώ ήδη προσπαθούσα να σηκωθώ.
"Στάσου να σε βοηθήσω" μου είπε κι αμέσως ήρθε κοντά μου κι άρχισε να τακτοποιεί τον ορό και τα σχετικά. Σε λιγότερο από ένα λεπτό βρισκόμασταν στον άδειο διάδρομο. Εγώ καθισμένος στο αναπηρικό καροτσάκι που είχε φέρει μαζί της κι εκείνη από πίσω να με σπρώχνει. Δεν ξέρω αν ήταν η εμπειρία της δουλειάς ή το άγχος της να μην μας πιάσουν, πάντως με έσπρωχνε με τέτοια ταχύτητα και τέτοια χάρη που θα μας ζήλευε κι ένα ζευγάρι επαγγελματιών αθλητών του καλλιτεχνικού πατινάζ. Πραγματικά έτσι όπως γλιστρούσαμε και παίρναμε τις στροφές στους γυαλιστερούς διαδρόμους και ντυμένος στα λευκά έτσι όπως ήμουν, ένιωσα σαν τον λευκό κύκνο που τον απαγάγει ο κακός μάγος σε κάποια σουρεάλ ίσως διασκευή της  Λίμνης των Κύκνων. Η χορογραφία μας τελείωσε αρκετά σύντομα, όταν μπήκαμε μέσα από μια διπλή πόρτα σε μια διαφορετική πτέρυγα του νοσοκομείου. Πάνω από την πόρτα με μεγάλα άσπρα γράμματα σε μπλε φόντο έγραφε ΜΕΘ. Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.
Το θέαμα που αντίκρυσα δεν ήταν ευχάριστο. Ένα κρεβάτι νοσοκομείου, που φιλοξενούσε μια κοπέλα χτυπημένη και με εμφανή τα σημάδια του ατυχήματος, ενώ αρκετά καλώδια και σωληνάκια έφευγαν από διάφορα σημεία του κορμιού της και κατέληγαν σε μηχανήματα που αναβόσβηναν και σε φιάλες με ορούς. Παρ’ όλα αυτά μια γλυκιά άυρα κάλυπτε το σώμα της και κυρίως το πρόσωπο της. Το οποίο αν και μωλωπιασμένο ήταν όμορφο. Ήθελα να πλησιάσω, να την αγγίξω, αλλά φοβόμουν. Φαινόταν τόσο εύθραυστη αλλά και τόσο γαλήνια, που δεν ήθελα να διακινδυνεύσω να την ταράξω.
-"Ξέρουμε, πότε θα ανακτήσει τις αισθήσεις τις;", ρώτησα την νοσοκόμα
-"Λογικά, αύριο. Αν όλα πάνε καλά. Το πολύ μεθάυριο", μου απάντησε εκείνη.
-"Ωραία", είπα "Θα ήθελα να την ξαναδώ. Να της μιλήσω"
-"Καλά. Θα δούμε. Έλα τώρα να σε πάω στο δωματιό σου, να κοιμήθείς. Να μην μας κάνει και κανένας τσακωτούς και το ξανασυζητάμε αύριο με το καλό." είπε, τέλος, η νοσοκόμα κι εγώ αφέθηκα, απρόθυμα, να με τσουλήσει πίσω στο δωμάτιο μου.


Οι τελευταίοι μήνες είχαν πέρασαν σαν ταινία, σαν παραμύθι. Σαν σημερα, πριν από έξι μήνες είχα εκείνο το τρομερό ατύχημα με το αμάξι. Παραλίγο να σκοτώσω μια κοπέλα. Την κοπέλα μου. Ωραίος τρόπος για να γνωρίσει κανείς την μέλουσα γυναίκα του. Να την πατήσει με το αμάξι και να την στείλει στο νοσοκομείο. Και τώρα ετοιμαζόμουν να τις κάνω πρόταση γάμου. Ουτε στα πιο ευφάνταστα σενάρια ρομαντικών κομεντί δεν συμβαίνουν αυτά. Κι όμως συνέβη σε μένα. Είχα πάει να την δω αρκετές φορές όσο ήμουν ακόμη στο νοσοκομείο. Ας είναι καλά εκείνη η φοβερή νοσοκόμα. Στάθηκε άξιος σύμμαχος και συμπαραστάτης μου. Ίσως της ζητήσω να γίνει κουμπάρα. Αν δεν ήταν εκείνη, σίγουρα δεν θα ήμουν εκεί την πρώτη φορά που άνοιξε τα μάτια της η Ζωή. Ύστερα, όταν πήρα εξιτήριο, πήγαινα και την έβλεπα κάθε μέρα. Της έκανα παρέα, τις διάβαζα βιβλία και περιοδικά, την βοηθούσα να σηκωθεί και να περπατήσει. Ώσπου, όταν είχε γίνει πια τελείως καλά κι ήταν ο καιρός να βγει κι αυτή από το νοσοκομείο, είμασταν πια ζευγάρι. Με είχε συγχωρέσει για το ατύχημα, αν και συχνά μου έλεγε αστειευόμενη, ότι υπήρχαν και πιο ευκολοι τρόποι να την γνωρίσω, δεν χρειαζόταν να «της την πέσω» με το αμάξι. Το ατύχημα ήταν πια πίσω μας και μπορούσαμε να πλέον να γελάμε με αυτό. Εγώ της απαντούσα ότι ο έρωτας δουλεύει με μυστήριους τρόπους κι ότι οι βουλές της μοίρας είναι άγνωστες. Και το πίστευα. Το ατύχημα αυτό, ήταν το καλύτερο πράγμα που μου συνέβη ποτέ. Γιατί έφερε τη Ζωή στη ζωή μου.
Ήμουν στο αμάξι και οδηγούσα. Πηγαίνα να βρώ τη Ζωή σε εκείνο το όμορφο μπιστρό που της αρέσει τόσο πολύ κι είχα ήδη αργήσει. Βιαζόμουν και οδηγούσα νευρικά, κορνάροντας σε όποιον βρίσκόταν μπροστά μου. Δεν ήθελα να την κάνω να περιμένει. Γαμημένα αφεντικά! Τελευταία στιγμή μου είχε ζήτησε να κοιτάξω εκείνες τις αναφορές. Λες και δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι αύριο. Και έπρεπε να περάσω κι από το κοσμηματοπωλείο, πριν κλείσει, για να πάρω το δαχτυλίδι. Σκουπιδιάρικο μπροστά. "Την τρέλα μου! Όλα σήμερα βρήκαν;" μονολόγησα. Μπήκα δεξιά στο πρώτο στενό με φόρα για να το αποφύγω και άπλωσα το χέρι, ασυναίσθητα, για να φτάσω το κουτάκι με το δαχτυλίδι που βρισκόταν στην τσέπη του μπουφάν μου, στο κάθισμα του συνοδηγού. Το έφερα μπροστά μου και το άνοιξα με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατούσα το τιμόνι. "Ελπίζω να της αρέσει", σκέφτηκα και αμέσως ήρθε στο μυαλό μου το όμορφο πρόσωπο της, ενώ ένα χαμόγελο σφηνώθηκε ανάμεσα στα χείλη μου.
Εκείνη τη στιγμή, σήκωσα το βλέμμα μου και είδα το φανάρι ευθεία μπροστά που ήταν κόκκινο. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου θαρρώ. Πατησα μηχανικά κι απότομα το φρένο με όλη μου τη δύναμη κι ένιωσα να αιωρούμαι. Είχα ξεχάσει να φορέσω ζώνη. Και τότε την είδα. Την κοπέλα πάνω στο κόκκινο ποδήλατο που διέσχιζε την διάβαση, ανήμπορη να αντιδράσει. Είδα την μούρη του αυτοκινήτου να χτυπάει το ποδήλατο και εκείνη να εκτινάσσεται προς το μέρος μου, ενώ εγώ ταυτόχρονα προσέκρουα στο παρ-μπριζ. Για μια φευγαλέα στιγμή κοίταξα το πρόσωπο της. Είχα την εντύπωση πως είναι η Ζωή. Ύστερα και καθώς το αυτοκίνητο ακινητοποιούταν η κοπέλα χάθηκε ξαφνικά από το οπτικό μου πεδίο. Το ποδήλατο στραπαταρισμένο αρκετά μέτρα πιο μακριά. Ένιωσα ένα υγρό να κυλάει από την κορυφή του κεφαλιού μου και είδα κόκκινες πιτσιλιές στο ταμπλώ. Και τότε όλα σκοτείνιασαν.

Ανοίγω τα μάτια και νιώθω σαν να ξυπνάω από έναν ατέλειωτο λήθαργο. Κοιτάω γύρω μου ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, προσπαθώντας να συνηθίσω το φως. Όλα γύρω μου, μου φαίνονται γνώριμα. Σαν να έχω ξαναβρεθεί εδώ. Σαν να έχω ξαναζήσει την σκηνή. Νιώθω το σώμα μου βαρύ και το στόμα μου στεγνό. Ο πονοκέφαλος αφόρητος. Στην άκρη του δωματίου, καθισμένη σε μια καρέκλα, είναι μια νοσοκόμα. Μου φαίνεται γνωστή. Μόλις αντιλαμβάνεται ότι είμαι ξύπνιος σηκώνεται κι έρχεται προς το μέρος μου.
-"Πως νιώθεις; Χρειάζεσαι κάτι; Είσαι μαζί μας επι τέλους; " με ρωτάει
Προσπαθώ με κόπο να μιλήσω κι η φωνή μου βγαίνει αδύναμη και βραχνιασμένη:
- "Το κεφάλι μου πάει να σπάσει"
Μου βάζει ένα χάπι στο στόμα και φέρνει ένα ποτήρι με νερό στο στόμα μου. Με βοηθάει να πιω μερικές γουλιές.
-"Σε έχω ξαναδεί", της λέω. "Εσύ δεν με περιποιήθηκες και την προηγούμενη φορά; Πριν από έξι μήνες;"
-"Είναι η πρώτη φορά που σε συναντάω. Και δεν νομίζω να είχες άλλο ατύχημα πριν από έξι μήνες. Έχεις υποστεί διάσειση. Επίσης εδώ και μιάμιση μέρα περίπου κοιμάσαι και ξυπνάς συνεχώς, ενώ αρκετές φορές παραμιλούσες κιόλας. Φταίνε τα φάρμακα. Σίγουρα θα με είδες κάποιες από τις προηγούμενες φορές που ήσουν ξύπνιος. Είναι φυσιολογικό να νομίζεις ότι το μυαλό σου παίζει παιχνίδια"
Εγώ όμως είμαι σίγουρος ότι είναι εκείνη η ίδια νοσοκόμα. Η μέλλουσα κουμπάρα μου. Τότε ο νους μου πάει στη Ζωή. Κι αμέσως μετά στην κοπέλα με το ποδήλατο.
-"Η κοπέλα πως είναι;", την ρωτάω με αγωνία. Το πρόσωπο της σκοτεινιάζει. Στρέφει το βλέμμα της μακριά μου. Καθυστερεί λίγο να απαντήσει.
-"Καλύτερα να μιλήσεις με τον αστυνομικό πρώτα." μου λέει τελικά.
-"Ποιόν αστυνομικό;" ρωτάω εγώ.
-"Από την ώρα που σε φέρανε, είσαι με αστυνομική συνοδεία. Αλλάζουν βάρδιες συνεχώς. Πάντα είναι κάποιος έξω από το δωμάτιο σου. Φαντάζομαι περιμένουν πότε θα έχεις πλήρεις αισθήσεις για να σου πάρουν κατάθεση. Να τον φωνάξω; Μου φαίνεται πως είσαι πια σε θέση να του μιλήσεις."
Αρχίζω να υποψιάζομαι τι έχει γίνει και νιώθω ένα απίστευτο βάρος να με πλακώνει στο στήθος. Τα γόνατα μου παραλύουν και με πιάνει ένα ασυναίσθητο τρέμουλο. Την κοιτάω στα μάτια και της λέω με σπασμένη φωνή:
-"Σε παρακαλώ πες μου. Η κοπέλα. Είναι καλά;". Μένει ακίνητη για μερικά δευτερόλεπτα. Φέρνει βόλτα όλο το δωμάτιο με το βλέμμα της. Ανοίγει το στόμα της αλλά δεν μιλάει. Κοίταει το πάτωμα και κλείνει τα μάτια της
-"Η κοπέλα, δυστυχώς δεν τα κατάφερε. Όταν την φέραν ήταν ήδη αργά.", λέει τελικά.
Κλείνω τα μάτια μου και νιώθω να βυθίζομαι σε μια θάλασσα γεμάτη καρφιά. Η παράλυση είναι ολική, το τρέμουλο ανεξέλεγκτο. Νιώθω ότι δεν μπορώ να ανασάνω. Σαν να είμαι στο διάστημα χωρίς φιάλη οξυγόνου. Νιώθω το χέρι της νοσοκόμας να σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπο μου. Ανοίγω πάλι τα μάτια και την καρφώνω με το βλέμμα.
-"Το όνομα της κοπέλας. Μήπως το έμαθες;" την ρωτάω.
-"Ναι", απαντάει κοφτά. "Αλλά δεν μπορώ να στο πω"
-"Αν στο πω εγώ, θα μου πεις αν ήταν αυτό;" της λέω και κουνάει το κεφάλι της καταφατικά.
-"Ζωή;"
Οι κόρες των ματιών της ανοίγουν διάπλατα από την έκπληξη.
-"Πώς...πώς το ξέρεις;"
Κλείνω τα μάτια και δεν θέλω να τα ανοίξω ποτέ ξανά.

Από την συλλογή διηγημάτων του Τρύφωνα του Καρυδόπουλου με τίτλο: "Μαρμελάδα από καυτερές πιπεριές κι άλλες ιστορίες" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Περπλ Χέηζ.  

1 comment:

  1. Very rapidly this web site will be famous amid
    all blogging and site-building visitors, due to it's nice articles or reviews

    Look at my homepage - acoustic guitar a chord

    ReplyDelete